φλεβικός
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
φλεβική, φλεβικόν, of a vein, of the veins, φ. πόροι the channels of the veins, Arist.HA510a14, PA647b2; οἱ πόροι οἱ φ. Id.HA561a17.
German (Pape)
[Seite 1290] von den Adern, dazu gehörig, πόρος, Adergang, Aderröhre, Arist. H. A. 3, 1.
Russian (Dvoretsky)
φλεβικός: жильный, венный (πόροι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
φλεβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς φλέβα, εἰς τὰς φλέβας, φλεβ. πόροι, οἱ ὀχετοὶ ἢ ἀγωγοὶ τῶν φλεβῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 13, περὶ Ζῴων Μορ. 2. 1, 21· οἱ πόροι οἱ φλ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 3.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φλεβικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φλέψ, φλεβός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φλέβα («φλεβικό αίμα»)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από φλέβες («φλεβικό σύστημα»)
2. (πετρογρ.) γεωλογικός όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό τών εκρηξιγενών πετρωμάτων που σχηματίζονται από τη διείσδυση του μάγματος κατά μήκος ρωγμών κοντά στην επιφάνεια του εδάφους
3. φρ. «φλεβική νάρκωση»
ιατρ. φλεβαναισθησία.