3,274,919
edits
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στεφᾰνηφορία''': Δωρικ. στεφανᾱφ-, ἡ, τὸ φορεῖν στέφανον, [[μάλιστα]] νίκης, Πινδ. Ο. 8. 13· νίκης στ. Εὐρ. Ἠλ. 862. ΙΙ. τὸ [[δικαίωμα]] τοῦ φορεῖν στέφανον, τὸν ὁποῖον εἶχόν τινες τῶν ἀρχόντων (ἴδε [[στεφανηφόρος]] ΙΙ), Δημ. 525. 2· ταῖς κοιναῖς στ. Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 4. 1· πολλὰς ... στ. πεποιηκὼς Συλλ. Ἐπιγρ. 2771. 4, πρβλ. 2814, κ. ἀλλ. | |lstext='''στεφᾰνηφορία''': Δωρικ. στεφανᾱφ-, ἡ, τὸ φορεῖν στέφανον, [[μάλιστα]] νίκης, Πινδ. Ο. 8. 13· νίκης στ. Εὐρ. Ἠλ. 862. ΙΙ. τὸ [[δικαίωμα]] τοῦ φορεῖν στέφανον, τὸν ὁποῖον εἶχόν τινες τῶν ἀρχόντων (ἴδε [[στεφανηφόρος]] ΙΙ), Δημ. 525. 2· ταῖς κοιναῖς στ. Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 4. 1· πολλὰς ... στ. πεποιηκὼς Συλλ. Ἐπιγρ. 2771. 4, πρβλ. 2814, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />droit de porter une couronne.<br />'''Étymologie:''' [[στεφανηφόρος]]. | |||
}} | }} |