3,274,919
edits
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />droit de porter une couronne.<br />'''Étymologie:''' [[στεφανηφόρος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />droit de porter une couronne.<br />'''Étymologie:''' [[στεφανηφόρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στεφαναφορία και [[στεφανοφορία]] Α [[στεφανηφόρος]]<br /><b>1.</b> το να φορεί [[κανείς]] [[στεφάνι]], [[ιδίως]] νίκης («τόνδε κῶμον και στεφανοφορίαν δέξαι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην [[αρχαιότητα]]) α) [[εορτή]] ή [[θυσία]] [[κατά]] την οποία οι πολίτες φορούσαν στεφάνια<br />β) το [[δικαίωμα]] ορισμένων αρχόντων ή ιερέων να φορούν [[στέφανο]] ως [[ένδειξη]] του αξιώματός τους. | |||
}} | }} |