νεκροτάφιον: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_21)
 
(26)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκροτάφιον''': τό, [[τόπος]] ταφῆς τῶν νεκρῶν, [[κοιμητήριον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 8846. 2) ἐντάφιον, [[σάβανον]], Νικήτ. Χων. ἐν Φαβρικ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. τ. 6. 405, κλ.
|lstext='''νεκροτάφιον''': τό, [[τόπος]] ταφῆς τῶν νεκρῶν, [[κοιμητήριον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 8846. 2) ἐντάφιον, [[σάβανον]], Νικήτ. Χων. ἐν Φαβρικ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. τ. 6. 405, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεκροτάφιον]], τὸ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[νεκροταφείο]].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νεκροτάφιον: τό, τόπος ταφῆς τῶν νεκρῶν, κοιμητήριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 8846. 2) ἐντάφιον, σάβανον, Νικήτ. Χων. ἐν Φαβρικ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. τ. 6. 405, κλ.

Greek Monolingual

νεκροτάφιον, τὸ (ΑΜ)
βλ. νεκροταφείο.