πόρευμα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πόρευμα''': τό, [[τόπος]] [[ἔνθα]] πορεύεταί τις, βροτῶν πορεύματα, τὰ μέρη [[ἔνθα]] οὗτοι συναντῶνται, Αἰσχύλ. Εὐμ. 239. 2) [[μέσον]] πορείας, [[ὄχημα]], νάιον π., [[στόλος]], Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 300.
|lstext='''πόρευμα''': τό, [[τόπος]] [[ἔνθα]] πορεύεταί τις, βροτῶν πορεύματα, τὰ μέρη [[ἔνθα]] οὗτοι συναντῶνται, Αἰσχύλ. Εὐμ. 239. 2) [[μέσον]] πορείας, [[ὄχημα]], νάιον π., [[στόλος]], Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 300.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> chemin, route;<br /><b>2</b> voyage, marche, expédition.<br />'''Étymologie:''' [[πορεύω]].
}}
}}