διαμαχέω: Difference between revisions

big3_11
(6_1)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμᾰχέω''': [[διαμάχομαι]], [[πρός]] τι Ἰώσηπ. Ι. Ἀρχ. 6. 9, 4.
|lstext='''διαμᾰχέω''': [[διαμάχομαι]], [[πρός]] τι Ἰώσηπ. Ι. Ἀρχ. 6. 9, 4.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[luchar]], [[combatir]] en v. med., c. dat. σφίσι πρῶτα διαμαχήσονται combatirán primero contra ellos</i> Hdt.4.125<br /><b class="num">•</b>c. περί y gen. [[combatir por]] ἐν τῇ πόλει διαμαχεῖσθαι περὶ αὐτῆς combatir en la ciudad por la propia ciudad</i> Plu.<i>Fab</i>.3<br /><b class="num">•</b>fig. ἀτμὶς πυρὸς ... ἐν θέρμῃ καμίνου διαμαχήσεται el aliento del fuego combatirá a cual más con el calor de la fragua</i> LXX <i>Si</i>.38.28, c. ac. int. πολλὰ διαμαχήσας πρὸς τὴν ἀνάγκην I.<i>BI</i> 6.433, c. dat. ταῖς τοιαύταις ἐπιθυμίαις Plu.2.818c.
}}
}}