διαμαχέω
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
English (LSJ)
= διαμάχομαι, πρὸς τὴν ἀνάγκην J.BJ6.9.4.
Spanish (DGE)
luchar, combatir en v. med., c. dat. σφίσι πρῶτα διαμαχήσονται combatirán primero contra ellos Hdt.4.125
•c. περί y gen. combatir por ἐν τῇ πόλει διαμαχεῖσθαι περὶ αὐτῆς combatir en la ciudad por la propia ciudad Plu.Fab.3
•fig. ἀτμὶς πυρὸς ... ἐν θέρμῃ καμίνου διαμαχήσεται el aliento del fuego combatirá a cual más con el calor de la fragua LXX Si.38.28, c. ac. int. πολλὰ διαμαχήσας πρὸς τὴν ἀνάγκην I.BI 6.433, c. dat. ταῖς τοιαύταις ἐπιθυμίαις Plu.2.818c.
Greek (Liddell-Scott)
διαμᾰχέω: διαμάχομαι, πρός τι Ἰώσηπ. Ι. Ἀρχ. 6. 9, 4.
German (Pape)
= διαμάχομαι, Jos.