3,277,243
edits
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλείπτης''': -ου, ὁ ἀλείφων ἢ χρίων, [[ἐντεῦθεν]] (πρβλ. [[ἀλείφω]] Ι.), ὁ [[διδάσκαλος]] τῶν ἀθλητῶν ἐν τοῖς γυμνασίοις, Λατ. aliptes, lanista, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2, 6, 7, Πολύβ. 27 6,1, Συλλ. Ἐπιγρ. 418, καὶ ἀλλ. 2) μεταφ., [[διδάσκαλος]], τῶν πολιτικῶν, Πλουτ. Περικλ. 4· τῆς κακίας, Σέξτ. Ἐμπ. 1, 298· πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 133Β. | |lstext='''ἀλείπτης''': -ου, ὁ ἀλείφων ἢ χρίων, [[ἐντεῦθεν]] (πρβλ. [[ἀλείφω]] Ι.), ὁ [[διδάσκαλος]] τῶν ἀθλητῶν ἐν τοῖς γυμνασίοις, Λατ. aliptes, lanista, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2, 6, 7, Πολύβ. 27 6,1, Συλλ. Ἐπιγρ. 418, καὶ ἀλλ. 2) μεταφ., [[διδάσκαλος]], τῶν πολιτικῶν, Πλουτ. Περικλ. 4· τῆς κακίας, Σέξτ. Ἐμπ. 1, 298· πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 133Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> celui qui frotte d’huile ; maître de gymnase;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> maître, instituteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλείφω]]. | |||
}} | }} |