3,271,244
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτικλέπτης''': -ου, ὁ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα κλέπτων, [[κλέπτης]] τῆς νυκτός, Ἀνθ. Π. 11. 176· Πλανούδ. νυκτοκλ-, ὡς παρὰ Θεοδ. Προδρ. | |lstext='''νυκτικλέπτης''': -ου, ὁ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα κλέπτων, [[κλέπτης]] τῆς νυκτός, Ἀνθ. Π. 11. 176· Πλανούδ. νυκτοκλ-, ὡς παρὰ Θεοδ. Προδρ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />voleur de nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[κλέπτω]]. | |||
}} | }} |