Anonymous

νυκτικλέπτης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτικλέπτης''': -ου, ὁ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα κλέπτων, [[κλέπτης]] τῆς νυκτός, Ἀνθ. Π. 11. 176· Πλανούδ. νυκτοκλ-, ὡς παρὰ Θεοδ. Προδρ.
|lstext='''νυκτικλέπτης''': -ου, ὁ, ὁ κατὰ τὴν νύκτα κλέπτων, [[κλέπτης]] τῆς νυκτός, Ἀνθ. Π. 11. 176· Πλανούδ. νυκτοκλ-, ὡς παρὰ Θεοδ. Προδρ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />voleur de nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[κλέπτω]].
}}
}}