νεκροδρομία: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
(6_9)
 
(26)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκροδρομία''': ἡ, [[δρόμος]], τρέξιμον τῶν νεκρῶν, Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, 472Α.
|lstext='''νεκροδρομία''': ἡ, [[δρόμος]], τρέξιμον τῶν νεκρῶν, Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, 472Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεκροδρομία]], ἡ (Α)<br />η [[πορεία]] τών [[νεκρών]] [[προς]] τον Άδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομία</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[δρόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-<i>δρομία</i>, <i>κυνο</i>-<i>δρομία</i>].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νεκροδρομία: ἡ, δρόμος, τρέξιμον τῶν νεκρῶν, Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, 472Α.

Greek Monolingual

νεκροδρομία, ἡ (Α)
η πορεία τών νεκρών προς τον Άδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δρομία (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο-δρομία, κυνο-δρομία].