Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βητάρμων: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βητάρμων''': -ονος, ὁ, [[ὀρχηστής]], [[χορευτής]], Ὀδ. Θ. 250, 383, κατὰ πληθ.· μεταγ. ὡς ἐπίθ., [[ῥυθμικός]], ὀρχηθμὸς β. Μανέθ. 2. 335. κτλ.
|lstext='''βητάρμων''': -ονος, ὁ, [[ὀρχηστής]], [[χορευτής]], Ὀδ. Θ. 250, 383, κατὰ πληθ.· μεταγ. ὡς ἐπίθ., [[ῥυθμικός]], ὀρχηθμὸς β. Μανέθ. 2. 335. κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ) :<br />qui va en cadence, danseur.<br />'''Étymologie:''' [[βαίνω]], marcher, [[ἀραρίσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βητάρμων Medium diacritics: βητάρμων Low diacritics: βητάρμων Capitals: ΒΗΤΑΡΜΩΝ
Transliteration A: bētármōn Transliteration B: bētarmōn Transliteration C: vitarmon Beta Code: bhta/rmwn

English (LSJ)

ονος, ὁ,

   A dancer, in pl., Od.8.250,383, Man.2.335:—later, as Adj., καπνός Nonn.D.36.297; κάπρος ib.22.44. (βαίνω, ὰραρίσκω.)

German (Pape)

[Seite 443] ονος, ὁ, Tänzer, Hom. zweimal, βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι Odyss. 8, 250, βητάρμονας εἶναι ἀρίστους 8, 383; sp. D.; adj., παλμός Nonn. D. 33, 87; ὀρχηθμός Man. 2, 335.

Greek (Liddell-Scott)

βητάρμων: -ονος, ὁ, ὀρχηστής, χορευτής, Ὀδ. Θ. 250, 383, κατὰ πληθ.· μεταγ. ὡς ἐπίθ., ῥυθμικός, ὀρχηθμὸς β. Μανέθ. 2. 335. κτλ.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
qui va en cadence, danseur.
Étymologie: βαίνω, marcher, ἀραρίσκω.