Anonymous

βητάρμων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βητάρμων''': -ονος, ὁ, [[ὀρχηστής]], [[χορευτής]], Ὀδ. Θ. 250, 383, κατὰ πληθ.· μεταγ. ὡς ἐπίθ., [[ῥυθμικός]], ὀρχηθμὸς β. Μανέθ. 2. 335. κτλ.
|lstext='''βητάρμων''': -ονος, ὁ, [[ὀρχηστής]], [[χορευτής]], Ὀδ. Θ. 250, 383, κατὰ πληθ.· μεταγ. ὡς ἐπίθ., [[ῥυθμικός]], ὀρχηθμὸς β. Μανέθ. 2. 335. κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ) :<br />qui va en cadence, danseur.<br />'''Étymologie:''' [[βαίνω]], marcher, [[ἀραρίσκω]].
}}
}}