ἀγαλλιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(6_4)
 
(big3_1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγαλλιάζω''': «ἀγαλλιάζει, λοιδορεῖται (Ταραντῖνοι), Ἡσύχ. πρβλ. [[ἀγαλίζομαι]].
|lstext='''ἀγαλλιάζω''': «ἀγαλλιάζει, λοιδορεῖται (Ταραντῖνοι), Ἡσύχ. πρβλ. [[ἀγαλίζομαι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tarent. [[mofarse]], [[injuriar]] Hsch.α 258.<br /><b class="num">2</b> v. med. [[regocijarse]], [[exultar]] ὁ ἀγαλλι[α] ζόμενος ἐν κοιλίᾳ μητρὸς Didym.<i>in Iob</i> 57.30, ἀγαλλιαζόμεθα ... ὅτι ἐκήγερται X(ριστό)ς <i>SB</i> 7695.9 (VI/VII d.C.).
}}
}}

Revision as of 11:44, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαλλιάζω: «ἀγαλλιάζει, λοιδορεῖται (Ταραντῖνοι), Ἡσύχ. πρβλ. ἀγαλίζομαι.

Spanish (DGE)

1 tarent. mofarse, injuriar Hsch.α 258.
2 v. med. regocijarse, exultar ὁ ἀγαλλι[α] ζόμενος ἐν κοιλίᾳ μητρὸς Didym.in Iob 57.30, ἀγαλλιαζόμεθα ... ὅτι ἐκήγερται X(ριστό)ς SB 7695.9 (VI/VII d.C.).