3,274,919
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσημβρῑνός''': -ή, -όν, ἀντὶ τοῦ μεσημερινός, Δωρ. μεσαμβρινός, ά, όν· ὁ ἀνήκων εἰς τὴν μεσημβρίαν, ὁ κατὰ τὴν μεσημβρίαν, [[εὖτε]] [[πόντος]] ἐν μεσημβριναῖς κοίταις... εὕδοι πεσὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 565· μεσημβρινοῖσι θάλπεσι ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 431, πρβλ. 381, Ἱκέτ. 746, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1096· κἂν ἔγρῃ μεσημβρινὸς ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 774, πρβλ. Ἀχ. 40· - ὁ μ. [[ᾠδός]], ἐπὶ τοῦ τέττιγος, Ἀνθ. Π. 9. 584, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. ἔνθ’ ἀνωτ.· - τὸ μεσαμβρινόν, «μεσημέρι», Θεόκρ. 1. 15. 48· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρου, Νικ. Θηρ. 401, Λουκιαν. - ὁ μεσημβρινὸς [[[κύκλος]]], ὁ διερχόμενος διὰ τῶν δύο πόλων καὶ τέμνων καθέτως τὸν Ἰσημερινόν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2, 5, 14., 3. 5, 3, Στράβ. 70, κτλ. ΙΙ. [[νότιος]], [[κέλευθος]] Αἰσχύλ. Πρ. 722· τὰ μεσημβρινὰ Θουκ. 6. 2, Στράβ. 71, κτλ. [Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 72, 73, καὶ μεταγεν. ποιηταὶ ἔχουσι ῑ [[χάριν]] τοῦ μέτρου, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[ὀπωρινός]], Ruhnk. Ep. Gr. σ. 156, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. 602, - εἰ μὴ ἐν τοῖς χωρίοις ἐκείνοις [[ἀναγνωστέον]] μεσημερινός]. | |lstext='''μεσημβρῑνός''': -ή, -όν, ἀντὶ τοῦ μεσημερινός, Δωρ. μεσαμβρινός, ά, όν· ὁ ἀνήκων εἰς τὴν μεσημβρίαν, ὁ κατὰ τὴν μεσημβρίαν, [[εὖτε]] [[πόντος]] ἐν μεσημβριναῖς κοίταις... εὕδοι πεσὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 565· μεσημβρινοῖσι θάλπεσι ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 431, πρβλ. 381, Ἱκέτ. 746, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1096· κἂν ἔγρῃ μεσημβρινὸς ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 774, πρβλ. Ἀχ. 40· - ὁ μ. [[ᾠδός]], ἐπὶ τοῦ τέττιγος, Ἀνθ. Π. 9. 584, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. ἔνθ’ ἀνωτ.· - τὸ μεσαμβρινόν, «μεσημέρι», Θεόκρ. 1. 15. 48· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρου, Νικ. Θηρ. 401, Λουκιαν. - ὁ μεσημβρινὸς [[[κύκλος]]], ὁ διερχόμενος διὰ τῶν δύο πόλων καὶ τέμνων καθέτως τὸν Ἰσημερινόν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2, 5, 14., 3. 5, 3, Στράβ. 70, κτλ. ΙΙ. [[νότιος]], [[κέλευθος]] Αἰσχύλ. Πρ. 722· τὰ μεσημβρινὰ Θουκ. 6. 2, Στράβ. 71, κτλ. [Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 72, 73, καὶ μεταγεν. ποιηταὶ ἔχουσι ῑ [[χάριν]] τοῦ μέτρου, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[ὀπωρινός]], Ruhnk. Ep. Gr. σ. 156, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. 602, - εἰ μὴ ἐν τοῖς χωρίοις ἐκείνοις [[ἀναγνωστέον]] μεσημερινός]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> du milieu du jour, de midi;<br /><b>2</b> situé au midi ; τὰ μεσημβρινά THC les pays méridionaux ; ὁ μεσημβρινὸς [[κύκλος]] PLUT <i>ou simpl.</i> ὁ [[μεσημβρινός]] le méridien.<br />'''Étymologie:''' [[μεσημβρία]]. | |||
}} | }} |