3,274,917
edits
(13_6b) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] (für [[μεσημερινός]]), mittägig, zu Mittag, κἂν ἔγρῃ [[μεσημβρινός]] Ar. Vesp. 774 u. Sp., ἀήρ, Luc. Hipp. 7. – Τὸ μεσημβρινόν, die Mittagszeit, der Mittag, Schäf. Long. p. 356; adverbial, Mittags, Theocr. 1, 15. 10, 48; Nic. Ther. 401 ohne Artikel, wie Luc. Anach. 25. – 'Ὁ μεσαμβρινὸς [[ᾠδός]] heißt die Cicade, Ep. ad. 175 (IX, 584); vgl. Ar. Av. 1095, ὁ [[θεσπέσιος]] ὀξὺ μέλοι [[ἀχέτας]] θάλπεσι μεσημβρινοῖς ἡλιομανὴς βοᾷ, weil sie um Mittag singt. – Auch = gegen Mittag gelegen, südlich, Aesch. Prom. 721; τὰ μεσ., sc. χωρία, Thuc. 6, 2; ὁ μεσ. [[κύκλος]], der Mittagskreis, Meridian. [Sp. D. von Callim. an brauchen ι auch nach Versbedürfniß lang; vgl. Jacobs Anth. Pal. p. 602.] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] (für [[μεσημερινός]]), mittägig, zu Mittag, κἂν ἔγρῃ [[μεσημβρινός]] Ar. Vesp. 774 u. Sp., ἀήρ, Luc. Hipp. 7. – Τὸ μεσημβρινόν, die Mittagszeit, der Mittag, Schäf. Long. p. 356; adverbial, Mittags, Theocr. 1, 15. 10, 48; Nic. Ther. 401 ohne Artikel, wie Luc. Anach. 25. – 'Ὁ μεσαμβρινὸς [[ᾠδός]] heißt die Cicade, Ep. ad. 175 (IX, 584); vgl. Ar. Av. 1095, ὁ [[θεσπέσιος]] ὀξὺ μέλοι [[ἀχέτας]] θάλπεσι μεσημβρινοῖς ἡλιομανὴς βοᾷ, weil sie um Mittag singt. – Auch = gegen Mittag gelegen, südlich, Aesch. Prom. 721; τὰ μεσ., sc. χωρία, Thuc. 6, 2; ὁ μεσ. [[κύκλος]], der Mittagskreis, Meridian. [Sp. D. von Callim. an brauchen ι auch nach Versbedürfniß lang; vgl. Jacobs Anth. Pal. p. 602.] | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μεσημβρῑνός''': -ή, -όν, ἀντὶ τοῦ μεσημερινός, Δωρ. μεσαμβρινός, ά, όν· ὁ ἀνήκων εἰς τὴν μεσημβρίαν, ὁ κατὰ τὴν μεσημβρίαν, [[εὖτε]] [[πόντος]] ἐν μεσημβριναῖς κοίταις... εὕδοι πεσὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 565· μεσημβρινοῖσι θάλπεσι ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 431, πρβλ. 381, Ἱκέτ. 746, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1096· κἂν ἔγρῃ μεσημβρινὸς ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 774, πρβλ. Ἀχ. 40· - ὁ μ. [[ᾠδός]], ἐπὶ τοῦ τέττιγος, Ἀνθ. Π. 9. 584, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. ἔνθ’ ἀνωτ.· - τὸ μεσαμβρινόν, «μεσημέρι», Θεόκρ. 1. 15. 48· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρου, Νικ. Θηρ. 401, Λουκιαν. - ὁ μεσημβρινὸς [[[κύκλος]]], ὁ διερχόμενος διὰ τῶν δύο πόλων καὶ τέμνων καθέτως τὸν Ἰσημερινόν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2, 5, 14., 3. 5, 3, Στράβ. 70, κτλ. ΙΙ. [[νότιος]], [[κέλευθος]] Αἰσχύλ. Πρ. 722· τὰ μεσημβρινὰ Θουκ. 6. 2, Στράβ. 71, κτλ. [Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 72, 73, καὶ μεταγεν. ποιηταὶ ἔχουσι ῑ [[χάριν]] τοῦ μέτρου, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ [[ὀπωρινός]], Ruhnk. Ep. Gr. σ. 156, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. 602, - εἰ μὴ ἐν τοῖς χωρίοις ἐκείνοις [[ἀναγνωστέον]] μεσημερινός]. | |||
}} | }} |