νεόβλαστος: Difference between revisions

26
(6_16)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεόβλαστος''': -ον, ἐπὶ κλάδων δένδρου, ὁ [[ἀρτίως]] βλαστήσας, καθάπερ καὶ τῆς συκῆς οἱ νεόβλαστοι (δηλ. κλάδοι) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 5, Νικ. Ἀλέξιφ. 484, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νεοθηλές.
|lstext='''νεόβλαστος''': -ον, ἐπὶ κλάδων δένδρου, ὁ [[ἀρτίως]] βλαστήσας, καθάπερ καὶ τῆς συκῆς οἱ νεόβλαστοι (δηλ. κλάδοι) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 5, Νικ. Ἀλέξιφ. 484, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νεοθηλές.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεόβλαστος]], -ον (ΑΜ)<br />(για κλαδιά δέντρων) αυτός που αναπτύσσει νέους και τρυφερούς βλαστούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βλαστάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αρτί</i>-<i>βλαστος</i>].
}}
}}