3,270,341
edits
(6_16) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεόβλαστος''': -ον, ἐπὶ κλάδων δένδρου, ὁ [[ἀρτίως]] βλαστήσας, καθάπερ καὶ τῆς συκῆς οἱ νεόβλαστοι (δηλ. κλάδοι) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 5, Νικ. Ἀλέξιφ. 484, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νεοθηλές. | |lstext='''νεόβλαστος''': -ον, ἐπὶ κλάδων δένδρου, ὁ [[ἀρτίως]] βλαστήσας, καθάπερ καὶ τῆς συκῆς οἱ νεόβλαστοι (δηλ. κλάδοι) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 5, Νικ. Ἀλέξιφ. 484, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νεοθηλές. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεόβλαστος]], -ον (ΑΜ)<br />(για κλαδιά δέντρων) αυτός που αναπτύσσει νέους και τρυφερούς βλαστούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βλαστάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αρτί</i>-<i>βλαστος</i>]. | |||
}} | }} |