3,271,380
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναμπλάκητος''': -ον, ὁ μὴ σφαλλόμενος, μὴ ἀποτυγχάνων, κῆρες ἀν., «ἀπλάνητοι, αἱ εἰς μηδὲν ἁμαρτάνουσαι, ἀλλὰ πάντων κρατοῦσαι» (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Τ. 472, [[ἔνθα]] (κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου) ἤδη ἀναγινώσκεται ἀναπλάκητοι. Ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ 2) ὁ [[ἄνευ]] ἀμπλακήματος, [[ἀναμάρτητος]], ἄπταιστος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 344, Σοφ. Τρ. 120. | |lstext='''ἀναμπλάκητος''': -ον, ὁ μὴ σφαλλόμενος, μὴ ἀποτυγχάνων, κῆρες ἀν., «ἀπλάνητοι, αἱ εἰς μηδὲν ἁμαρτάνουσαι, ἀλλὰ πάντων κρατοῦσαι» (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Τ. 472, [[ἔνθα]] (κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου) ἤδη ἀναγινώσκεται ἀναπλάκητοι. Ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ 2) ὁ [[ἄνευ]] ἀμπλακήματος, [[ἀναμάρτητος]], ἄπταιστος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 344, Σοφ. Τρ. 120. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> infaillible, qui ne s’égare pas;<br /><b>2</b> innocent.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀμπλακεῖν]]. | |||
}} | }} |