ἀναμπλάκητος
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
ἀναμπλάκητον,
A unerring, unfailing, Κῆρες ἀνᾰπλάκητοι = spirits of death that never miss their mark S.OT 472 (lyr.).
2 of a man, without crime or without error, A.Ag.345, S.Tr. 120.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀναπλάκητος S.OT 472
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 que no yerra o fracasa Κῆρες ἀναπλάκητοι los Hados implacables S.OT l.c., τις θεῶν αἰὲν ἀναμπλάκητον ᾍδα σφε δόμων ἐρύκει siempre hay algún dios que le libra de tropezar y caer en la mansión de Hades S.Tr.120.
2 que no desatina, que no causa ofensa c. dat. θεοῖς δ' ἀ. ... στρατός A.A.345.
German (Pape)
[Seite 198] nicht fehlend, nichtirrend, conj. Soph. Tr. 120, vgl. ἀναπλάκητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 infaillible, qui ne s'égare pas;
2 innocent.
Étymologie: ἀ, ἀμπλακεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμπλάκητος: (λᾰ)
1 не согрешивший, невиноватый (θεοῖς Aesch.);
2 безошибочно действующий, непогрешимый (Κῆρες Soph. - v.l. ἀναπλάκητος).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμπλάκητος: -ον, ὁ μὴ σφαλλόμενος, μὴ ἀποτυγχάνων, κῆρες ἀν., «ἀπλάνητοι, αἱ εἰς μηδὲν ἁμαρτάνουσαι, ἀλλὰ πάντων κρατοῦσαι» (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Τ. 472, ἔνθα (κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου) ἤδη ἀναγινώσκεται ἀναπλάκητοι. Ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ 2) ὁ ἄνευ ἀμπλακήματος, ἀναμάρτητος, ἄπταιστος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 344, Σοφ. Τρ. 120.
Greek Monolingual
ἀναμπλάκητος, -ον (Α) ἀμπλακίσκω
1. αυτός που δεν σφάλλει, δεν αποτυγχάνει, δεν αστοχεί
2. αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, αναμάρτητος, αλάνθαστος.
Greek Monotonic
ἀναμπλάκητος: ή ἀν-ᾰπλάκητος, -ον,
1. αλάνθαστος, μη εσφαλμένος, σε Σοφ.
2. λέγεται για άνθρωπο, αναμάρτητος, χωρίς πταίσμα, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
1. unerring, unfailing, Soph.
2. of a man, without error or crime, Aesch., Soph.
Translations
infallible
Armenian: անսխալական; Belarusian: бясхі́бны, беспахі́бны, непамыльны, беспамылковы; Bulgarian: непогрешим, безпогрешен; Catalan: infal·lible; Chinese Mandarin: 萬無一失, 万无一失; Czech: neomylný; Danish: ufejlbarlig; Dutch: onfeilbaar; Esperanto: neeraripova; Finnish: erehtymätön; French: infaillible; Galician: infalible, infalíbel; German: unfehlbar; Greek: αλάνθαστος, αναμάρτητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀδιαμάρτητος, ἀδιάπταιστος, ἀδιάπτωτος, ἀδιάστροφος, ἀμετάπταιστος, ἀναμάρτητος, ἀναμπλάκητος, ἀνεξαπάτητος, ἀνεπίλειπτος, ἀπαράβατος, ἀπλάνητος, ἄπταιστος, ἅπταιστος, ἄφυκτος, νημερτής, πανατρεκής; Hungarian: tévedhetetlen; Italian: infallibile; Japanese: 間違いない, 無欠の, 無謬の, 完璧な; Manx: neushaghrynagh; Navajo: doo nidínéeshii; Norwegian: ufeilbarlig; Polish: nieomylny, niezawodny; Portuguese: infalível; Russian: непогрешимый, безошибочный; Serbo-Croatian: nepogrešiv, непогрешив; Slovak: neomylný; Spanish: infalible; Swedish: ofelbar; Turkish: yanılmaz, şaşmaz, mutlak, muhakkak; Ukrainian: непогрі́шний, непогрішимий, безпомилковий, непохибний
unerring
Bulgarian: верен, безпогрешен; Dutch: onfeilbaar; Georgian: უშეცდომო; German: unfehlbar, untrüglich; Greek: αλάνθαστος; Ancient Greek: νημερτής; Hindi: अचूक; Icelandic: óskeikull; Manx: neushaghrynagh; Middle English: siker; Occitan: infalhible; Polish: nieomylny, niechybny; Russian: безошибочный; Serbo-Croatian Cyrillic: непогрѐшив, непогрјѐшив; Roman: nepogrèšiv, nepogrjèšiv