μυστηριώδης: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυστηριώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[μυστήριον]], [[μυστηριώδης]], ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 996Β.
|lstext='''μυστηριώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[μυστήριον]], [[μυστηριώδης]], ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 996Β.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />de nature mystérieuse.<br />'''Étymologie:''' [[μυστήριον]].
}}
}}