Anonymous

μυστηριώδης: Difference between revisions

From LSJ
26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />de nature mystérieuse.<br />'''Étymologie:''' [[μυστήριον]].
|btext=ης, ες :<br />de nature mystérieuse.<br />'''Étymologie:''' [[μυστήριον]].
}}
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[μυστηριώδης]], -ῶδες) [[μυστήριον]]<br />[[ακατανόητος]], [[ακατάληπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ενεργεί ή γίνεται με [[μυστικό]] και απόκρυφο τρόπο («μυστηριώδεις συνεννοήσεις»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[φάρμακο]]) αυτό του οποίου η [[σύσταση]] τηρείται μυστική. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μυστηριωδώς]] (Α μυστηριωδῶς)<br />με μυστηριώδη τρόπο.
}}
}}