3,277,206
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰωρέω''': μέλλ. -ήσω: παθ. μέλλ. -ηθήσομαι, Δίων Κ. 41.1· ἀλλὰ -ήσομαι, Ἀριστείδ. σ. 479: - ἀόρ. ᾐωρήθην, (ἰδὲ κατωτ.): πρκμ. ᾐώρημαι, Ὀππ. Ἁλ. 3. 532 ([[ἀείρω]]). Ἐγείρω, ὑψώνω, [[μετεωρίζω]], ὑγρὸν [[νῶτον]] αἰωρεῖ, ἐπὶ ἀετοῦ ἐγείροντος τὰ νῶτα καὶ τὰ πτερὰ [[αὐτοῦ]], Πινδ. Π. 1. 17: κινῶ ὡς ἐν αἰώρᾳ (κούνιᾳ), αἰωρέειν [γυναῖκα] ἐπὶ κλίνης φερομένην, Ἱππ. 617· πρβλ. Ἀρεταῖ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 1. 4· τοὺς ὄφεις ... [[ὑπὲρ]] τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν, Δημ. 313. 26: - πρβλ. [[ἐωρέω]]. 2) ἐξαρτῶ, καὶ σὲ ... αἰωροῦσα ἐκ τοῦ ἀτράκτου, Λουκ. [[Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 4, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 37: - μεταφ., ᾐώρει ... [[ἐλπίς]], ὅτι τὸν χάρακα αἱρήσουσι, = ἀνεπτέρου αὐτοὺς ἡ ἐλπὶς ὅτι ..., Ἀππ. Ἐμφ. 2. 81: - [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. ΙΙ. συχνότερον κατὰ παθητ. = ἐξαρτῶμαι, κρέμαμαι, δέρματα περὶ τοὺς ὤμους αἰωρούμενα, Ἡρόδ. 7. 92· χρὴ οὖν ἐν ταινίῃ ... τὸ πλεῖστον τοῦ πήχεος καὶ τὸν καρπὸν τῆς χειρὸς [[ὁμαλῶς]] αἰωρέεσθαι, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757· αἰωρουμένων τῶν ὀστῶν, ὑψουμένων, ἐγειρομένων, Πλάτ. Φαίδων 98D· [[αἷμα]] ᾐωρεῖτο, ἐξεχύνετο, ἀνέβλυζε, Βίων 1. 25. 2) κρέμαμαι, ἐξηρτημένος ἀπό τινος, κινοῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, Πλάτ. Λάχ. 184Α, Ἀριστ. Θαυμ. 79: [[πέτομαι]] [[πέριξ]], περιπλανῶμαι, ἐπὶ ὀνείρου, Σοφ. Ἠλ. 1390, πάλλομαι, δονοῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, Πλάτ. Φαίδων 112Β. 3) μεταφ., εἶμαι [[μετέωρος]], Λατ. suspensus esse· ἐν κινδύνῳ = εἶμαι [[μετέωρος]], ἐν ἀμφιβολίᾳ καὶ κινδύνῳ, Θουκ. 7. 77· αἰωρ. ἐν ἄλλοις, ἐξαρτῶμαι ἐξ ἄλλ., Λατ. pendere ab aliquo, Πλάτ. Μενέξ. 248Α· αἰωρηθεὶς [[ὑπὲρ]] μεγάλων, διακινδυνεύσας διὰ μεγάλα πράγματα, Ἡρόδ. 8.100· αἰωρ. τὴν ψυχήν, Ξεν Κυν. 4, 4. | |lstext='''αἰωρέω''': μέλλ. -ήσω: παθ. μέλλ. -ηθήσομαι, Δίων Κ. 41.1· ἀλλὰ -ήσομαι, Ἀριστείδ. σ. 479: - ἀόρ. ᾐωρήθην, (ἰδὲ κατωτ.): πρκμ. ᾐώρημαι, Ὀππ. Ἁλ. 3. 532 ([[ἀείρω]]). Ἐγείρω, ὑψώνω, [[μετεωρίζω]], ὑγρὸν [[νῶτον]] αἰωρεῖ, ἐπὶ ἀετοῦ ἐγείροντος τὰ νῶτα καὶ τὰ πτερὰ [[αὐτοῦ]], Πινδ. Π. 1. 17: κινῶ ὡς ἐν αἰώρᾳ (κούνιᾳ), αἰωρέειν [γυναῖκα] ἐπὶ κλίνης φερομένην, Ἱππ. 617· πρβλ. Ἀρεταῖ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 1. 4· τοὺς ὄφεις ... [[ὑπὲρ]] τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν, Δημ. 313. 26: - πρβλ. [[ἐωρέω]]. 2) ἐξαρτῶ, καὶ σὲ ... αἰωροῦσα ἐκ τοῦ ἀτράκτου, Λουκ. [[Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 4, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 37: - μεταφ., ᾐώρει ... [[ἐλπίς]], ὅτι τὸν χάρακα αἱρήσουσι, = ἀνεπτέρου αὐτοὺς ἡ ἐλπὶς ὅτι ..., Ἀππ. Ἐμφ. 2. 81: - [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. ΙΙ. συχνότερον κατὰ παθητ. = ἐξαρτῶμαι, κρέμαμαι, δέρματα περὶ τοὺς ὤμους αἰωρούμενα, Ἡρόδ. 7. 92· χρὴ οὖν ἐν ταινίῃ ... τὸ πλεῖστον τοῦ πήχεος καὶ τὸν καρπὸν τῆς χειρὸς [[ὁμαλῶς]] αἰωρέεσθαι, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757· αἰωρουμένων τῶν ὀστῶν, ὑψουμένων, ἐγειρομένων, Πλάτ. Φαίδων 98D· [[αἷμα]] ᾐωρεῖτο, ἐξεχύνετο, ἀνέβλυζε, Βίων 1. 25. 2) κρέμαμαι, ἐξηρτημένος ἀπό τινος, κινοῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, Πλάτ. Λάχ. 184Α, Ἀριστ. Θαυμ. 79: [[πέτομαι]] [[πέριξ]], περιπλανῶμαι, ἐπὶ ὀνείρου, Σοφ. Ἠλ. 1390, πάλλομαι, δονοῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, Πλάτ. Φαίδων 112Β. 3) μεταφ., εἶμαι [[μετέωρος]], Λατ. suspensus esse· ἐν κινδύνῳ = εἶμαι [[μετέωρος]], ἐν ἀμφιβολίᾳ καὶ κινδύνῳ, Θουκ. 7. 77· αἰωρ. ἐν ἄλλοις, ἐξαρτῶμαι ἐξ ἄλλ., Λατ. pendere ab aliquo, Πλάτ. Μενέξ. 248Α· αἰωρηθεὶς [[ὑπὲρ]] μεγάλων, διακινδυνεύσας διὰ μεγάλα πράγματα, Ἡρόδ. 8.100· αἰωρ. τὴν ψυχήν, Ξεν Κυν. 4, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> αἰωρήσω, <i>ao.</i> [[ᾐώρησα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> [[ᾐωρήθην]] > <i>part.</i> αἰωρηθείς, <i>pf.</i> [[ᾐώρημαι]];<br /><b>I.</b> lever en l’air, <i>d’où</i><br /><b>1</b> soulever, enlever;<br /><b>2</b> tenir suspendu ; <i>Pass.</i> être suspendu ; <i>fig.</i> être en suspens, incertain, inquiet;<br /><b>II.</b> balancer en l’air ; <i>Pass.</i> se balancer dans les airs ; <i>abs.</i> osciller.<br />'''Étymologie:''' [[αἰώρα]]. | |||
}} | }} |