αἰωρέω
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
fut. Pass.
A αἰωρηθήσομαι D.C.41.1, (ἀπ-) Hp.Fract.14, but αἰωρήσομαι Aristid. 2.289J.: aor. ᾐωρήθην (v. infr.): pf. ᾐώρημαι Opp. H.3.532: (ἀείρω):—lift up, raise, ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ, of the eagle raising his back and feathers, Pi.P.1.9; swing as in a hammock, αἰ. [γυναῖκα] ἐπὶ κλίνης φερομένην Hp.Mul.1.68, cf. Aret.CA1.4; τοὺς ὄφεις… ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν D.18.260.
2 hang, τινὰ ἐκ τοῦ ἀτράκτου Luc.JConf.4:—metaph., ᾐώρει… ἐλπίς, ὅτι τὸν χάρακα αἱρήσουσι excited them to think that... App.BC2.81, cf. Plu. Brut. 37.—Never in good Att.
II more freq. in Pass., αἰωροῦμαι to be hung, hang, δέρματα περὶ τοὺς ὤμους αἰωρεύμενα Hdt.7.92; αἰωρουμένων τῶν ὀστῶν being raised, lifted, Pl.Phd. 98d; αἷμα ᾐωρεῖτο spouted up, Bion 1.25; ὁ ἥλιος ὑπὸ πνευμάτων αἰωρεῖται is tossed, carried to and fro, Diog.Oen.Fr.8.
2 swing, float in air, Pl.La.184a; hover, of birds, Arist.Mir.836a12; of a dream, S.El.1390(lyr.); oscillate, Pl. Phd.112b; of an army, αἰωρουμένης στρατιᾶς περὶ Μεσοποταμίαν Plu. Ant.28.
b take passive exercise, Gal. Thras. 23.
3 metaph., to be in suspense, ἐν κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι to hang in doubt and danger, Th.7.77; αἰωρεῖσθαι ἐν ἄλλοις = depend upon others Pl.Mx.248a; αἰωρηθεὶς ὑπὲρ μεγάλων = playing for a high stake, Hdt.8.100; αἰ. τὴν ψυχήν X.Cyn.4.4; τὸ μὴ αἰωρούμενον τῆς ψυχῆς Epicur.Nat.22G.
4 Pass., to be held in suspense, threatened, ἀπαιδίας πρὸς τιμωρίαν αἰωρουμένης Chor.p.71.3B.
Spanish (DGE)
I act. y med., usos no esp.
1 balancear, mecer, arquear νῶτον αἰωρεῖ τεαῖς ῥιπαῖσι κατασχόμενος del águila de Zeus, Pi.P.1.9, τοὺς ὄφεις ... ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς D.18.260
•simpl. mover σύνδρομον ᾐώρησεν ... σφυρὸν αὔραις alzó su pie rápido como los vientos Nonn.D.14.3
•v. med. balancearse, moverse de acá para allá δέρματα περὶ τοὺς ὤμους Hdt.7.92, δέρμα λέοντος Theoc.22.51
•tener un movimiento de vaivén (τὸ ὑγρὸν τοῦτο) αἰωρεῖται καὶ κυμαίνει ἄνω καὶ κάτω Pl.Phd.112b.
2 medic. balancear, mecer para producir un ejercicio pasivo (γυναῖκα) ἐπὶ κλίνην φερομένην Hp.Mul.1.68, cf. Aret.CA 1.4.7
•en v. med. someterse a balanceo como tratamiento, Hp.Mul.2.117, Gal.5.845.
3 colgar, prender τίαραν ... ἐπὶ κεφαλῆς Philostr.Iun.Im.6.3, cf. Placit.4.16.1, τινὰ ἐκ τοῦ ἀτράκτου Luc.IConf.4, a Cristo en la cruz Chr.Pat.607
•v. med. estar colgando, estar prendido τῶν ὀστῶν Pl.Phd.98d, ἐκ τῶν κλάδων I.AI 7.239
•fig. estar en suspenso ἡ ψυχή X.Cyn.4.4, ἐλπὶς αἰ. ὅτι ... App.BC 2.81.
II αἰωροῦμαι v. med.-pas., usos esp.
1 flotar, estar suspendido en el aire, cernerse τριταῖον φέγγος αἰωρούμενος es el tercer día que floto en el aire (habla el alma de Polidoro), E.Hec.32, de un sueño, S.El.1390, cf. Pl.La.184a, de pájaros, Arist.Mir.836a13, ἐν ᾧ φησὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλατταν αἰωρεῖσθαι (una mezcla gelatinosa) en la que dice que flotan la tierra y el mar Plb.34.5.4, ἐνδέχεται ... τὸν ἥλιον ... [ὑπὸ τε τῶν] πνευμάτων αἰωρούμενον Diog.Oen.13.4.3
•saltar, brotar αἷμα ᾀωρεῖτο Bio 1.25
•levantarse ἐκ δαπέδου ... ᾐώρητο Nonn.D.11.44
•fig. cernerse, amenazar δέος A.R.1.639, αἰωρουμένης δὲ Παρθικῆς στρατιᾶς περὶ τὴν Μεσοποταμίαν Plu.Ant.28, ἀπαιδίας αὑτῷ πρὸς τιμωρίαν αἰωρουμένης Chor.Decl.7.71.
2 montarse en un vehículo εἰς τοῦτο τὰς ἐξόδους αἰωρούμενος ἐποιεῖτο I.AI 8.186, cf. 18.168, 185, 187, τὸ δὲ πᾶν ἔργον ἐπὶ τεσσάρων αἰωρούμενον τροχῶν εἱστήκει toda la obra se alzaba montada sobre cuatro ruedas I.AI 8.83.
3 estar amenazado ἐν κινδύνῳ Th.7.77
•estar incierto πραγμάτων ᾐωρημένων Procop.Vand.2.4.28.
4 depender ἐν ἄλλοις Pl.Mx.248a, c. gen. εὐβουλίας τε καὶ ῥοπῆς ὁ πόλεμος αἰωρεῖται Chor.Decl.4.68.
5 arriesgarse ὑπὲρ μεγάλων Hdt.8.100, cf. Epicur.Fr.[34] 17.5.
French (Bailly abrégé)
αἰωρῶ :
f. αἰωρήσω, ao. ᾐώρησα, pf. inus.
Pass. ao. ᾐωρήθην > part. αἰωρηθείς, pf. ᾐώρημαι;
I. lever en l'air, d'où
1 soulever, enlever;
2 tenir suspendu ; Pass. être suspendu ; fig. être en suspens, incertain, inquiet;
II. balancer en l'air ; Pass. se balancer dans les airs ; abs. osciller.
Étymologie: αἰώρα.
German (Pape)
= ἀείρω (αἰώρα), erheben, Pind. νῶτον αἰωρεῖ P. 1.9; umhängen, δέρματα περὶ τοὺς ὤμους αἰωρεύμενα Her. 7.92; ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν, hoch haltend und schwenkend über den Kopf, Dem. 18.260; sp.D. Häufiger pass. mit fut. med., schweben, hangen, Plat. Lach. 184a, Phaed. 98b; ἔν τινι, von Einem abhangen, Menex. 248a; bes. geistig: gespannt, ὑπὲρ μεγάλων αἰωρηθείς, großes erwartend, Her. 8.100; αἰωρεῖσθαι τὴν ψυχήν, sich geistig erheben, ermutigen, Xen. Cyr. 4.4; ἐν τῷ αὐτῷ κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι, in Gefahr schweben, Thuc. 7.77. Bes. häufig Plut.
Russian (Dvoretsky)
αἰωρέω: поднимать (τι Pind.); подвешивать (τι ὑπέρ τινος Dem. и ἔκ τινος Luc.); pass. находиться в висячем (неустойчивом) состоянии, качаться, колебаться (ἄνω καὶ κάτω Plat.): αἰγὸς δἐρματα περὶ τοὺς ὤμους αἰωρεύμενα Her. козьи шкуры, накинутые на плечи; ὀστᾶ αἰωρούμενα ἐν ταῖς αὐτῶν συμβολαῖς Plat. кости, свободно вращающиеся в их сочленениях; αἰωρεῖσθαι εἰς τὰς κεφαλάς τινων Arst. (о птицах) носиться (парить) над чьими-л. головами; τοὐμὸν φρενῶν ὄνειρον αἰωρούμενον Soph. витающий надо мной сон; νῆες αἰωρούμεναι πρὸ τοῦ λιμένος Plut. корабли, стоящие впереди порта на рейде; αἰωρεῖσθαι ἐν κινδύνω Thuc. находиться в опасности; αἰωρεθεἰς ὺπἐρ μεγάλων Her. обуреваемый великими планами; ἠωρεῖτο τῇ γνώμῃ πρὸς ἑτέρας ἐλπίδας Plut. (Пирр) был увлечен новыми надеждами; αἰωρῖσθαι τὴν ψυχήν Xen. встрепенуться душой, возрадоваться; αἰωρουμένη ἡ πολιτεία Plut. неустойчивый государственный строй; αἰωρεῖσθαι ἐν ἄλλοις Plat. зависеть от других.
Greek (Liddell-Scott)
αἰωρέω: μέλλ. -ήσω: παθ. μέλλ. -ηθήσομαι, Δίων Κ. 41.1· ἀλλὰ -ήσομαι, Ἀριστείδ. σ. 479: - ἀόρ. ᾐωρήθην, (ἰδὲ κατωτ.): πρκμ. ᾐώρημαι, Ὀππ. Ἁλ. 3. 532 (ἀείρω). Ἐγείρω, ὑψώνω, μετεωρίζω, ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ, ἐπὶ ἀετοῦ ἐγείροντος τὰ νῶτα καὶ τὰ πτερὰ αὐτοῦ, Πινδ. Π. 1. 17: κινῶ ὡς ἐν αἰώρᾳ (κούνιᾳ), αἰωρέειν [γυναῖκα] ἐπὶ κλίνης φερομένην, Ἱππ. 617· πρβλ. Ἀρεταῖ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 1. 4· τοὺς ὄφεις ... ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν, Δημ. 313. 26: - πρβλ. ἐωρέω. 2) ἐξαρτῶ, καὶ σὲ ... αἰωροῦσα ἐκ τοῦ ἀτράκτου, Λουκ. Ζεὺς Ἐλεγχόμ. 4, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 37: - μεταφ., ᾐώρει ... ἐλπίς, ὅτι τὸν χάρακα αἱρήσουσι, = ἀνεπτέρου αὐτοὺς ἡ ἐλπὶς ὅτι ..., Ἀππ. Ἐμφ. 2. 81: - οὐδέποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. ΙΙ. συχνότερον κατὰ παθητ. = ἐξαρτῶμαι, κρέμαμαι, δέρματα περὶ τοὺς ὤμους αἰωρούμενα, Ἡρόδ. 7. 92· χρὴ οὖν ἐν ταινίῃ ... τὸ πλεῖστον τοῦ πήχεος καὶ τὸν καρπὸν τῆς χειρὸς ὁμαλῶς αἰωρέεσθαι, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757· αἰωρουμένων τῶν ὀστῶν, ὑψουμένων, ἐγειρομένων, Πλάτ. Φαίδων 98D· αἷμα ᾐωρεῖτο, ἐξεχύνετο, ἀνέβλυζε, Βίων 1. 25. 2) κρέμαμαι, ἐξηρτημένος ἀπό τινος, κινοῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, Πλάτ. Λάχ. 184Α, Ἀριστ. Θαυμ. 79: πέτομαι πέριξ, περιπλανῶμαι, ἐπὶ ὀνείρου, Σοφ. Ἠλ. 1390, πάλλομαι, δονοῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, Πλάτ. Φαίδων 112Β. 3) μεταφ., εἶμαι μετέωρος, Λατ. suspensus esse· ἐν κινδύνῳ = εἶμαι μετέωρος, ἐν ἀμφιβολίᾳ καὶ κινδύνῳ, Θουκ. 7. 77· αἰωρ. ἐν ἄλλοις, ἐξαρτῶμαι ἐξ ἄλλ., Λατ. pendere ab aliquo, Πλάτ. Μενέξ. 248Α· αἰωρηθεὶς ὑπὲρ μεγάλων, διακινδυνεύσας διὰ μεγάλα πράγματα, Ἡρόδ. 8.100· αἰωρ. τὴν ψυχήν, Ξεν Κυν. 4, 4.
English (Slater)
αἰωρέω
1 make to rise and fall ὁ δὲ κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ (sc. αἰετός.) (P. 1.9)
Greek Monotonic
αἰωρέω: μέλ. -ήσω, Παθ. αόρ. αʹ ᾐωρήθην (ἀείρω),
I. 1. σηκώνω, εγείρω, μετεωρίζω, υψώνω· ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ, λέγεται για τον αετό που σηκώνει, που ανοίγει τα φτερά του, σε Πίνδ.· τοὺςὄφεις ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν, σε Δημ.· πρβλ. ἐωρέω.
2. κρεμώ, εξαρτώ, σε Πλούτ., Λουκ.
II. Παθ.,
1. εξαρτιέμαι, κρεμιέμαι, σε Ηρόδ.· αἰωρουμένων τῶν ὀστῶν, υψωμένων, εγερμένων, σε Πλάτ.· αἷμα ᾐωρεῖτο, ξεχυνόταν, ανέβλυζε, σε Βίωνα.
2. κρέμομαι, αιωρούμαι στον αέρα, κρέμομαι, ταλαντεύομαι ενώ είμαι κρεμασμένος από κάτι, μένω μετέωρος, σε Σοφ., Πλάτ.
3. μεταφ., είμαι μετέωρος, αμφιβάλλω, αμφιταλαντεύομαι, σε Θουκ.· αἰωρεῖσθαι ἐνἄλλοις, εξαρτώμαι από, στηρίζομαι πάνω σε άλλους, σε Πλάτ.· αἰωρηθεὶς ὑπὲρ μεγάλων, αυτός που διακινδύνευσε για σπουδαίο ζήτημα, για μεγάλη υπόθεση, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἀείρω
I. to lift up, raise, ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ, of the eagle raising his feathers, Pind.; τοὺς ὄφεις ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς αἰωρῶν Dem.:—cf. ἐωρέω.
2. to hang, Plut., Luc.
II. Pass. to be hung, hang, Hdt.; αἰωρουμένων τῶν ὀστῶν being raised, lifted, Plat.; αἷμα ἠιωρεῖτο spouted up, Bion.
2. to hang suspended, float in air, hover, oscillate, Soph., Plat.
3. metaph. to be in suspense, Thuc.; αἰωρεῖσθαι ἐν ἄλλοις to depend upon others, Plat.; αἰωρηθεὶς ὑπὲρ μεγάλων playing for a high stake, Hdt.
Lexicon Thucydideum
suspensum teneri, to be held in suspense, 7.77.2, [in bonis codd. in good manuscripts ἐωροῦμαι, cf. Popp. adn. compare Poppo's note]