3,274,216
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γονῠκαμψεπίκυρτος''': -ον, ὁ τὸ γόνυ πάντῃ κυρτὸν ποιῶν, [[ποδάγρα]] Λουκ. Τραγῳδοπ. 203·― οὕτω, γονῠκαυσάγρυπνα, ἡ, ἡ τηροῦσα τὸν ἄνθρωπον ἄγρυπνον ἐκ τῆς φλογώσεως τοῦ γόνατος, [[αὐτόθι]] 201, κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ γονυκλαυσ-. | |lstext='''γονῠκαμψεπίκυρτος''': -ον, ὁ τὸ γόνυ πάντῃ κυρτὸν ποιῶν, [[ποδάγρα]] Λουκ. Τραγῳδοπ. 203·― οὕτω, γονῠκαυσάγρυπνα, ἡ, ἡ τηροῦσα τὸν ἄνθρωπον ἄγρυπνον ἐκ τῆς φλογώσεως τοῦ γόνατος, [[αὐτόθι]] 201, κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ γονυκλαυσ-. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui courbe et raccourcit les genoux (la goutte).<br />'''Étymologie:''' [[γόνυ]], [[κάμπτω]], [[ἐπίκυρτος]]. | |||
}} | }} |