Anonymous

γονυκαμψεπίκυρτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γονῠκαμψεπίκυρτος''': -ον, ὁ τὸ γόνυ πάντῃ κυρτὸν ποιῶν, [[ποδάγρα]] Λουκ. Τραγῳδοπ. 203·― οὕτω, γονῠκαυσάγρυπνα, ἡ, ἡ τηροῦσα τὸν ἄνθρωπον ἄγρυπνον ἐκ τῆς φλογώσεως τοῦ γόνατος, [[αὐτόθι]] 201, κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ γονυκλαυσ-.
|lstext='''γονῠκαμψεπίκυρτος''': -ον, ὁ τὸ γόνυ πάντῃ κυρτὸν ποιῶν, [[ποδάγρα]] Λουκ. Τραγῳδοπ. 203·― οὕτω, γονῠκαυσάγρυπνα, ἡ, ἡ τηροῦσα τὸν ἄνθρωπον ἄγρυπνον ἐκ τῆς φλογώσεως τοῦ γόνατος, [[αὐτόθι]] 201, κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ γονυκλαυσ-.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui courbe et raccourcit les genoux (la goutte).<br />'''Étymologie:''' [[γόνυ]], [[κάμπτω]], [[ἐπίκυρτος]].
}}
}}