μοχλεύω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοχλεύω''': (μοχλὸς) [[ἀναμοχλεύω]], ἀνυψώνω ἢ μετακινῶ διὰ μοχλοῦ τὴν στέγην Ἡρόδ. 2. 175· [[θύρετρα]], πέτρους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 999, Κύκλ. 240· θύραν Ἀντιφ. ἐν «Προγ.» 1. 6 μοχλεύειν μόχλευσιν μοχλῷ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836· - Μέσ., [[ἀναλαμβάνω]], τι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 1, 16. ΙΙ. = [[μοχλόω]], Ἰω. Χρυσ.
|lstext='''μοχλεύω''': (μοχλὸς) [[ἀναμοχλεύω]], ἀνυψώνω ἢ μετακινῶ διὰ μοχλοῦ τὴν στέγην Ἡρόδ. 2. 175· [[θύρετρα]], πέτρους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 999, Κύκλ. 240· θύραν Ἀντιφ. ἐν «Προγ.» 1. 6 μοχλεύειν μόχλευσιν μοχλῷ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836· - Μέσ., [[ἀναλαμβάνω]], τι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 1, 16. ΙΙ. = [[μοχλόω]], Ἰω. Χρυσ.
}}
{{bailly
|btext=remuer <i>ou</i> déplacer avec un levier.<br />'''Étymologie:''' [[μοχλός]].
}}
}}