3,273,735
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναδατέομαι''': (ἴδε [[δατέομαι]]), διαιρῶ ἐκ νέου, ἐκ νέου [[διανέμω]], (πρβλ. [[ἀναδασμός]]), ὁ [[δῆμος]] τὴν γῆν ἐπενόει [[ἀναδάσασθαι]] Θουκ. 5. 4: ― Παθητ. δέ τις [[τύπος]] [[ἀναδαίομαι]], διαμοιράζομαι, ἀπαντᾷ ἐν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 159· ἀόρ. -δασθεὶς Πλουτ. Ἆγις 8. | |lstext='''ἀναδατέομαι''': (ἴδε [[δατέομαι]]), διαιρῶ ἐκ νέου, ἐκ νέου [[διανέμω]], (πρβλ. [[ἀναδασμός]]), ὁ [[δῆμος]] τὴν γῆν ἐπενόει [[ἀναδάσασθαι]] Θουκ. 5. 4: ― Παθητ. δέ τις [[τύπος]] [[ἀναδαίομαι]], διαμοιράζομαι, ἀπαντᾷ ἐν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 159· ἀόρ. -δασθεὶς Πλουτ. Ἆγις 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br />partager, diviser de nouveau, redistribuer LSJ.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[δατέομαι]]. | |||
}} | }} |