Anonymous

ἀναδατέομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναδατέομαι''': (ἴδε [[δατέομαι]]), διαιρῶ ἐκ νέου, ἐκ νέου [[διανέμω]], (πρβλ. [[ἀναδασμός]]), ὁ [[δῆμος]] τὴν γῆν ἐπενόει [[ἀναδάσασθαι]] Θουκ. 5. 4: ― Παθητ. δέ τις [[τύπος]] [[ἀναδαίομαι]], διαμοιράζομαι, ἀπαντᾷ ἐν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 159· ἀόρ. -δασθεὶς Πλουτ. Ἆγις 8.
|lstext='''ἀναδατέομαι''': (ἴδε [[δατέομαι]]), διαιρῶ ἐκ νέου, ἐκ νέου [[διανέμω]], (πρβλ. [[ἀναδασμός]]), ὁ [[δῆμος]] τὴν γῆν ἐπενόει [[ἀναδάσασθαι]] Θουκ. 5. 4: ― Παθητ. δέ τις [[τύπος]] [[ἀναδαίομαι]], διαμοιράζομαι, ἀπαντᾷ ἐν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 159· ἀόρ. -δασθεὶς Πλουτ. Ἆγις 8.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />partager, diviser de nouveau, redistribuer LSJ.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[δατέομαι]].
}}
}}