3,274,216
edits
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεραίρω''': [[αἴρω]], ὑψώνω [[ὑπεράνω]], ὑπερῆρεν εἰς τὸν ἔξω τόπον τὴν τοῦ ἡνιόχου κεφαλὴν Πλάτ. Φαῖδρ. 248Α· τὴν ὀφρῦν [[ὑπὲρ]] τοὺς κροτάφους Λουκ. Ἔρωτες 54· τὸ [[σκάφος]] ὑπερ. ἑρμάτων, [[ὑπεράνω]] τῶν βράχων, μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Φιλοστρ.· ὑπ. τὸ [[φθέγμα]], αἴρειν τὴν φωνὴν [[μεγάλως]], Λουκ. Νέρ. 9. - Μέσ., αἴρομαι, ὑψοῦμαι [[ὑπεράνω]], πάντων Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 632· ἀπολ., ὑψοῦμαι, ἀνυψοῦμαι, ἐπαίρομαι, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄, 7· ἐγείρομαι, ἐπανίσταμαι, ἐπὶ θεὸν Β΄ πρὸς Θεσσ. β΄, 4. ΙΙ. ἀμεταβ., 1) μετ’ αἰτιατ., βαίνω ἢ πηδῶ [[ὑπεράνω]], περῶ [[ἄνωθεν]] ὡς τὸ Λατ. transcendere, trajicere, οἱ δέ γε (δηλ. ἵπποι) δεδιδαγμένοι τε καὶ εἰθισμένοι τάφρους διαπηδᾶν καὶ τειχία ὑπεραίρειν Ξεν. Ἱππαρχ. 8, 3· Ἄλπεις Πολύβ. 2. 23, 1 πρβλ. 1. 47, 2· - [[οὕτως]], ὑπ. τὸ [[πέλαγος]], [[διέρχομαι]], [[διαπλέω]], ὁ αὐτ. 1. 28, 1· ὑπ. τὴν ἄκραν, [[περικάμπτω]], ὑπερκάμπτω τὸ [[ἀκρωτήριον]], ὁ αὐτ. 1. 54, 7· κάμψαντές τὸν Πάχυνον ὑπ. [τὸ [[πέλαγος]]] εἰς... [[αὐτόθι]] 25, 8· ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, κυκλῶ, περικυκλῶ, ὑπερφαλαγγῶ, τινὰ ὁ αὐτ. 1. 50, 6., 3. 73, 7, κλπ.· - [[ἄνευ]] τῆς ἐννοίας κινήσεως, ἐγείρομαι, ἀνυψοῦμαι [[ὑπεράνω]], [[ὑπερβαίνω]], τὸ [[ὕδωρ]] Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 10· τὸ [[μέγεθος]] τοῦ δένδρου ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 9. 2) [[ὑπερβαίνω]], ὑπερτερῶ, [[ἐξέχω]], [[ὑπερέχω]], τινά τινι, εἴ τι [[πρᾶγμα]], Δημ. 301. 35., 798. 8· νικῶ, τινὰ ὁ αὐτ. 1395. 23. 3) [[ὑπερακοντίζω]], χωρῶ [[πέραν]] τινός, [[ὑπερβαίνω]], οὔθ’ ὑπεράρας οὔθ’ ὑποκάμψας καιρὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 786· ὑπ. τὸν ὡρισμένον καιρὸν Πολύβ. 9. 14, 11· τὴν συνήθειαν ὁ αὐτ. 27. 16, 2· ὑπ. τῆς οὐσίας τὸ [[μέγεθος]] ὁ τῶν τέκνων [[ἀριθμὸς]] Ἀριστ. Πολιτ. 2. 7, 5 πυγωνιαῖον ἢ μικρὸν ὑπεραῖρον, ὀλίγῳ περισσότερον, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 8. ΙΙΙ. [[μετὰ]] γεν., [[διέρχομαι]] [[πέραν]], ὑπερκάμπτω [[ἀκρωτήριον]], τοῦ ἀκρωτηρίου Φιλόστρ. 115· ὑψοῦμαι, [[ὑπεράνω]], τῆς γῆς ὁ αὐτ. 746, κλπ. 2) [[ὑπερβαίνω]], μήθ’ ὑπεραίροντα τῶν εἰθισμένων ὄγκων (διάφ. γραφ. τὸν εἰθ. ὄγκον) μήτ’ ἐλλείποντα Πλάτ. Νόμ. 717D, πρβλ. Δίωνα Κ. 75. 13, κλπ.· ὑπ. τινὸς τῷ μεγέθει Διόδ. 20. 91, κλπ.· [[καταβάλλω]], νικῶ, τέχνῃ τοῦ ῥοθίου Φιλόστρ. 305. IV. ὑπερχειλίζω, [[πλημμυρίζω]], τὰ ἀγγεῖα Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 67· καὶ ἀπολ., ἐπὶ ποταμοῦ, ὑπερ. εἰς τὰ χωρία Δημ. 1274. 20. 2) ὑπ. ὑπέρ τι, ἐκτείνομαι [[πέραν]] τινός, Ἀρρ. Τακτ. 12. 3) [[ὑπερέχω]], ὑπερτερῶ, ἔν τινι ἢ τινὶ Δίων Κ. 37. 8, Φιλόστρ.· τὸ ὑπεραῖρον, ἡ [[ὑπερβολή]], Πολύβ. 16. 12. 9. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπερῆραν, ὑπερέβησαν. Πολύβιος (1. 25) ‘κάμψαντες δὲ τὸν Πάχυνον ὑπερῆραν εἰς Ἔκνομον’», ἴδε ἀνωτ. ΙΙ, 1. | |lstext='''ὑπεραίρω''': [[αἴρω]], ὑψώνω [[ὑπεράνω]], ὑπερῆρεν εἰς τὸν ἔξω τόπον τὴν τοῦ ἡνιόχου κεφαλὴν Πλάτ. Φαῖδρ. 248Α· τὴν ὀφρῦν [[ὑπὲρ]] τοὺς κροτάφους Λουκ. Ἔρωτες 54· τὸ [[σκάφος]] ὑπερ. ἑρμάτων, [[ὑπεράνω]] τῶν βράχων, μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Φιλοστρ.· ὑπ. τὸ [[φθέγμα]], αἴρειν τὴν φωνὴν [[μεγάλως]], Λουκ. Νέρ. 9. - Μέσ., αἴρομαι, ὑψοῦμαι [[ὑπεράνω]], πάντων Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 632· ἀπολ., ὑψοῦμαι, ἀνυψοῦμαι, ἐπαίρομαι, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄, 7· ἐγείρομαι, ἐπανίσταμαι, ἐπὶ θεὸν Β΄ πρὸς Θεσσ. β΄, 4. ΙΙ. ἀμεταβ., 1) μετ’ αἰτιατ., βαίνω ἢ πηδῶ [[ὑπεράνω]], περῶ [[ἄνωθεν]] ὡς τὸ Λατ. transcendere, trajicere, οἱ δέ γε (δηλ. ἵπποι) δεδιδαγμένοι τε καὶ εἰθισμένοι τάφρους διαπηδᾶν καὶ τειχία ὑπεραίρειν Ξεν. Ἱππαρχ. 8, 3· Ἄλπεις Πολύβ. 2. 23, 1 πρβλ. 1. 47, 2· - [[οὕτως]], ὑπ. τὸ [[πέλαγος]], [[διέρχομαι]], [[διαπλέω]], ὁ αὐτ. 1. 28, 1· ὑπ. τὴν ἄκραν, [[περικάμπτω]], ὑπερκάμπτω τὸ [[ἀκρωτήριον]], ὁ αὐτ. 1. 54, 7· κάμψαντές τὸν Πάχυνον ὑπ. [τὸ [[πέλαγος]]] εἰς... [[αὐτόθι]] 25, 8· ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, κυκλῶ, περικυκλῶ, ὑπερφαλαγγῶ, τινὰ ὁ αὐτ. 1. 50, 6., 3. 73, 7, κλπ.· - [[ἄνευ]] τῆς ἐννοίας κινήσεως, ἐγείρομαι, ἀνυψοῦμαι [[ὑπεράνω]], [[ὑπερβαίνω]], τὸ [[ὕδωρ]] Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 10· τὸ [[μέγεθος]] τοῦ δένδρου ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 9. 2) [[ὑπερβαίνω]], ὑπερτερῶ, [[ἐξέχω]], [[ὑπερέχω]], τινά τινι, εἴ τι [[πρᾶγμα]], Δημ. 301. 35., 798. 8· νικῶ, τινὰ ὁ αὐτ. 1395. 23. 3) [[ὑπερακοντίζω]], χωρῶ [[πέραν]] τινός, [[ὑπερβαίνω]], οὔθ’ ὑπεράρας οὔθ’ ὑποκάμψας καιρὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 786· ὑπ. τὸν ὡρισμένον καιρὸν Πολύβ. 9. 14, 11· τὴν συνήθειαν ὁ αὐτ. 27. 16, 2· ὑπ. τῆς οὐσίας τὸ [[μέγεθος]] ὁ τῶν τέκνων [[ἀριθμὸς]] Ἀριστ. Πολιτ. 2. 7, 5 πυγωνιαῖον ἢ μικρὸν ὑπεραῖρον, ὀλίγῳ περισσότερον, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 8. ΙΙΙ. [[μετὰ]] γεν., [[διέρχομαι]] [[πέραν]], ὑπερκάμπτω [[ἀκρωτήριον]], τοῦ ἀκρωτηρίου Φιλόστρ. 115· ὑψοῦμαι, [[ὑπεράνω]], τῆς γῆς ὁ αὐτ. 746, κλπ. 2) [[ὑπερβαίνω]], μήθ’ ὑπεραίροντα τῶν εἰθισμένων ὄγκων (διάφ. γραφ. τὸν εἰθ. ὄγκον) μήτ’ ἐλλείποντα Πλάτ. Νόμ. 717D, πρβλ. Δίωνα Κ. 75. 13, κλπ.· ὑπ. τινὸς τῷ μεγέθει Διόδ. 20. 91, κλπ.· [[καταβάλλω]], νικῶ, τέχνῃ τοῦ ῥοθίου Φιλόστρ. 305. IV. ὑπερχειλίζω, [[πλημμυρίζω]], τὰ ἀγγεῖα Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 67· καὶ ἀπολ., ἐπὶ ποταμοῦ, ὑπερ. εἰς τὰ χωρία Δημ. 1274. 20. 2) ὑπ. ὑπέρ τι, ἐκτείνομαι [[πέραν]] τινός, Ἀρρ. Τακτ. 12. 3) [[ὑπερέχω]], ὑπερτερῶ, ἔν τινι ἢ τινὶ Δίων Κ. 37. 8, Φιλόστρ.· τὸ ὑπεραῖρον, ἡ [[ὑπερβολή]], Πολύβ. 16. 12. 9. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπερῆραν, ὑπερέβησαν. Πολύβιος (1. 25) ‘κάμψαντες δὲ τὸν Πάχυνον ὑπερῆραν εἰς Ἔκνομον’», ἴδε ἀνωτ. ΙΙ, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὑπεραρῶ, <i>ao.</i> ὑπερῆρα, <i>pf.</i> ὑπερῆρκα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> lever <i>ou</i> élever au-dessus, acc.;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> s’élever au-dessus de, surpasser, dépasser ; <i>fig.</i> l’emporter sur, surpasser, exceller : τινά τινι surpasser qqn en qch;<br /><b>2</b> passer par-dessus, franchir, acc. ; [[εἰς]] τὰ χωρία DÉM déborder et inonder le pays;<br /><b>3</b> être excessif, démesuré.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[αἴρω]]. | |||
}} | }} |