ὑπεραίρω

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεραίρω Medium diacritics: ὑπεραίρω Low diacritics: υπεραίρω Capitals: ΥΠΕΡΑΙΡΩ
Transliteration A: hyperaírō Transliteration B: hyperairō Transliteration C: yperairo Beta Code: u(perai/rw

English (LSJ)

A lift up over or raise up over, εἰς τὸν ἔξω τόπον τὴν τοῦ ἡνιόχου κεφαλήν Pl.Phdr.248a; τὴν ὀφρῦν ὑπὲρ τοὺς κροτάφους Luc.Am.54; ἑρμάτων ὑπεραίρω τὸ σκάφος = over the rocks, Philostr.VA3.23; ὑπεραίρω τὸ φθέγμα = raise it very high, Luc.Ner.9:—Med., lift oneself or rise above, πάντων Anon. in Rh.1.632 W.: abs., to be lifted up, 2 Ep.Cor.12.7; give oneself airs, be coy, Aristaenet.1.17, 2.6; exalt oneself above, ἐπὶ θεόν 2 Ep.Thess.2.4.
2 heighten, ναῦν τοίχοις Philostr. VA3.35.
II intr.,
1 c. acc., jump over, τειχία X.Eq.Mag.8.3; cross, Ἄλπεις Plb.2.23.1; ὑπεραίρω τὸ πέλαγος = pass over, Id.1.28.1; ὑ. τὴν ἄκραν double the cape, Id.1.54.7; κάμψαντες τὸν Πάχυνον ὑ. [τὸ πέλαγος] εἰς.. Id.1.25.8; also τὸν Καταράκτην OGI654.6 (Egypt, i B. C.): abs., cross the sea, Plb.1.47.2: as naval and military term, outflank, τὸ λαιὸν τῶν πολεμίων Plb.1.50.6, cf. 3.73.7, etc.: without a sense of motion, rise above, τὸ ὕδωρ Thphr. HP4.8.10; τὸ μέγεθος τοῦ δένδρου Id.CP5.14.9.
2 excel, τινι in a thing, D.18.220: c. acc., excel, Id.60.21, Aristeas 16, Philostr.Her.2.19; τοὺς πρὸ ἑαυτοῦ ἡγεμονεύσαντας SIG877 A5 (Delph., ii/iii A. D.); νοῦν ὑπεραίρει Plot.6.7.22.
3 overshoot, go beyond, μήθ' ὑπεράρας μήθ' ὑποκάμψας καιρόν A.Ag.786 (anap.); ὑπεραίρω τὸν ὡρισμένον καιρόν Plb. 9.14.11; τὴν συνήθειαν Id.28.14.2; exceed, ὑπεραίρῃ τῆς οὐσίας τὸ μέγεθος ὁ τῶν τέκνων ἀριθμός Arist.Pol.1266b11; οὗ ἡ πρόνοια τὰς πάντων εὐχὰς οὐκ ἐπλήρωσε μόνον ἀλλὰ καὶ ὑπερῆρε BMus.Inscr.894.8 (Halic., i A. D.); πυγωνιαῖον ἢ μικρὸν ὑπεραῖρον a little more, Thphr. HP 4.6.8; τῶν ὑπεραιρόντων ἱερέων the priests in excess (of a certain number), BGU1.16 (iii A. D.); τῶν ὑπεραιρούντων (sic) τὸν ἀριθμὸν τῶν ἱερέων PLond.2.347.6 (iii A. D.); τὸ ὑπεραῖρον ἀργύριον the money (received) in excess, SIG976.27 (Samos, ii B. C.); τοσοῦτον ἐν [τοῖς δαπανηθεῖσιν] ὑπερῆρεν [αὐτόν] he so far exceeded him in his expenditure, D.C.37.8; λόγος ὑπεραίρων τοῖς ὀνόμασι καὶ ταῖς γνώμαις overdone, Philostr.VA8.6; τὸ ὑπεραῖρον exaggeration, Plb.16.12.9.
III c. gen., pass beyond, double a cape, τοῦ ἀκρωτηρίου Philostr.VA3.24; rise above, τῆς γῆς Id.Her.19.16.
2 transcend, exceed, μήθ' ὑπεραίροντα τῶν εἰθισμένων ὄγκων (τὸν εἰθ. ὄγκον Stob.) μήτ' ἐλλείποντα Pl.Lg.717d, cf. D.C.75.13 (c. gen.), etc.; ὑ. τῷ μεγέθει τινῶν D.S.20.91, etc.; overcome, τέχνῃ τοῦ ῥοθίου Philostr.VA7.26.
3 c. gen., despise, ib.1.2, Philostr.Jun.Im.7.
IV overflow, τὰ ἀγγεῖα Arist.Mir.835a32: abs., of a stream, ὑ. εἰς τὰ χωρία D.55.10.
2 ὑ. ὑπέρ τι project beyond... Arr.Tact.12.9; οἱ ἐν τῷ τρίτῳ ζυγῷ ὑ. τοὺς πρωτοστάτας πήχεις σ, i.e. their σάρισαι project beyond... Ael.Tact. 14.4; ὑπεραίρειν ἔξω τὰ βλέφαρα project beyond the eyelids, of a tumour, Aët.7.36, cf. 15; overlap, Aristarch.Sam.8.
V Ὑπεραίρων, Ὑπεραίροντος, ὁ, Most Excellent, = Lat. Exsuperatorius, name given to December by Commodus, D.C.72.15.

German (Pape)

[Seite 1190] (s. αἴρω), darüber heben, darüber erheben, ὑπερῆρεν εἰς τὸν ἔξω τόπον τἡν τοῦ ἡνιόχου κεφαλήν, Plat. Phaedr. 248 a, darübersetzen; – intrans., sich darüber erheben; im eigtl. Sinne, τὸ ὄρος, τὸ πέλαγος, über den Berg steigen, über das Meer setzen, Pol. 2, 23, 1. 1, 47, 2, u. Sp., wie D. Cass. 62, 13; auch vom Heere, Pol. 1, 50, 6; vom Wasser, überfließen, εἰς τὰ χωρία, Dem. 55, 10; – übertr., μήθ' ὑπεράρας, μήθ' ὑποκάμψας καιρὸν Χάριτος, darüber hinausgehend, Aesch. Ag. 760; übertreffen, Gegensatz ἐλλείπειν, Plat. Legg. IV, 717 d; ὑπερῆρε πάντας ἀνθρώπους πονηρίᾳ, Dem. 25, 94, vgl. 18, 220; τὰ ὑπεραίροντα τὴν κοινὴν συνήθειαν, Pol. 15, 16, 1; dah. τὸ ὑπεραῖρον, das Übermaaß, 16, 12, 9; auch von der Zeit, ὑπεράρας τὸν καιρόν, 9, 14, 11; ὑπεραίρειν τῶν συμβαινόντων, S. Emp. adv. phys. 1, 161.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπεραρῶ, ao. ὑπερῆρα, pf. ὑπερῆρκα, etc.
I. tr. lever ou élever au-dessus, acc.;
II. intr. 1 s'élever au-dessus de, surpasser, dépasser ; fig. l'emporter sur, surpasser, exceller : τινά τινι surpasser qqn en qch;
2 passer par-dessus, franchir, acc. ; εἰς τὰ χωρία DÉM déborder et inonder le pays;
3 être excessif, démesuré;
NT: être enflé d'orgueil, s'enorgueillir.
Étymologie: ὑπέρ, αἴρω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεραίρω:
1 (высоко), поднимать (τὴν κεφαλὴν εἴς τι Plat.): ὑ. τι ὑπέρ τι Luc. поднимать что-л. выше чего-л.; ὑ. τὸ φθέγμα Luc. высоко поднимать голос, т. е. говорить в повышенном тоне; ὑπεραιρόμενος ἐπὶ πάντα NT превозносящийся превыше всего;
2 переходить, пересекать (τὰς Ἄλπεις Polyb.): ὑπεράραντες τὴν ἄκραν Polyb. миновав мыс;
3 воен. обходить, заходить в тыл: ὑπερᾶραι τὸ λαιὸν τῶν πολεμίων Polyb. охватить левый фланг противника;
4 превосходить, превышать (τινά τινι Dem., Plut.): ὑπεράρας καιρόν Aesch. хватив через край; ὑπερᾶραι τὸν ὡρισμένον καιρόν Polyb. пропустить установленный срок; ὑ. τινὸς τὸ μέγεθος Arst. или τῷ μεγέθει Diod. превышать своим размером что-л.;
5 переливаться через край: ὑ. τὰ ἀγγεῖα Arst. выливаться из сосудов; ὑ. εἰς τὰ χωρία Dem. разливаться по стране, наводнять страну - см. тж. ὑπεραῖρον.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραίρω: αἴρω, ὑψώνω ὑπεράνω, ὑπερῆρεν εἰς τὸν ἔξω τόπον τὴν τοῦ ἡνιόχου κεφαλὴν Πλάτ. Φαῖδρ. 248Α· τὴν ὀφρῦν ὑπὲρ τοὺς κροτάφους Λουκ. Ἔρωτες 54· τὸ σκάφος ὑπερ. ἑρμάτων, ὑπεράνω τῶν βράχων, μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Φιλοστρ.· ὑπ. τὸ φθέγμα, αἴρειν τὴν φωνὴν μεγάλως, Λουκ. Νέρ. 9. - Μέσ., αἴρομαι, ὑψοῦμαι ὑπεράνω, πάντων Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 632· ἀπολ., ὑψοῦμαι, ἀνυψοῦμαι, ἐπαίρομαι, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄, 7· ἐγείρομαι, ἐπανίσταμαι, ἐπὶ θεὸν Β΄ πρὸς Θεσσ. β΄, 4. ΙΙ. ἀμεταβ., 1) μετ’ αἰτιατ., βαίνω ἢ πηδῶ ὑπεράνω, περῶ ἄνωθεν ὡς τὸ Λατ. transcendere, trajicere, οἱ δέ γε (δηλ. ἵπποι) δεδιδαγμένοι τε καὶ εἰθισμένοι τάφρους διαπηδᾶν καὶ τειχία ὑπεραίρειν Ξεν. Ἱππαρχ. 8, 3· Ἄλπεις Πολύβ. 2. 23, 1 πρβλ. 1. 47, 2· - οὕτως, ὑπ. τὸ πέλαγος, διέρχομαι, διαπλέω, ὁ αὐτ. 1. 28, 1· ὑπ. τὴν ἄκραν, περικάμπτω, ὑπερκάμπτω τὸ ἀκρωτήριον, ὁ αὐτ. 1. 54, 7· κάμψαντές τὸν Πάχυνον ὑπ. [τὸ πέλαγος] εἰς... αὐτόθι 25, 8· ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, κυκλῶ, περικυκλῶ, ὑπερφαλαγγῶ, τινὰ ὁ αὐτ. 1. 50, 6., 3. 73, 7, κλπ.· - ἄνευ τῆς ἐννοίας κινήσεως, ἐγείρομαι, ἀνυψοῦμαι ὑπεράνω, ὑπερβαίνω, τὸ ὕδωρ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 10· τὸ μέγεθος τοῦ δένδρου ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 9. 2) ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, ἐξέχω, ὑπερέχω, τινά τινι, εἴ τι πρᾶγμα, Δημ. 301. 35., 798. 8· νικῶ, τινὰ ὁ αὐτ. 1395. 23. 3) ὑπερακοντίζω, χωρῶ πέραν τινός, ὑπερβαίνω, οὔθ’ ὑπεράρας οὔθ’ ὑποκάμψας καιρὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 786· ὑπ. τὸν ὡρισμένον καιρὸν Πολύβ. 9. 14, 11· τὴν συνήθειαν ὁ αὐτ. 27. 16, 2· ὑπ. τῆς οὐσίας τὸ μέγεθος ὁ τῶν τέκνων ἀριθμὸς Ἀριστ. Πολιτ. 2. 7, 5 πυγωνιαῖον ἢ μικρὸν ὑπεραῖρον, ὀλίγῳ περισσότερον, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 8. ΙΙΙ. μετὰ γεν., διέρχομαι πέραν, ὑπερκάμπτω ἀκρωτήριον, τοῦ ἀκρωτηρίου Φιλόστρ. 115· ὑψοῦμαι, ὑπεράνω, τῆς γῆς ὁ αὐτ. 746, κλπ. 2) ὑπερβαίνω, μήθ’ ὑπεραίροντα τῶν εἰθισμένων ὄγκων (διάφ. γραφ. τὸν εἰθ. ὄγκον) μήτ’ ἐλλείποντα Πλάτ. Νόμ. 717D, πρβλ. Δίωνα Κ. 75. 13, κλπ.· ὑπ. τινὸς τῷ μεγέθει Διόδ. 20. 91, κλπ.· καταβάλλω, νικῶ, τέχνῃ τοῦ ῥοθίου Φιλόστρ. 305. IV. ὑπερχειλίζω, πλημμυρίζω, τὰ ἀγγεῖα Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 67· καὶ ἀπολ., ἐπὶ ποταμοῦ, ὑπερ. εἰς τὰ χωρία Δημ. 1274. 20. 2) ὑπ. ὑπέρ τι, ἐκτείνομαι πέραν τινός, Ἀρρ. Τακτ. 12. 3) ὑπερέχω, ὑπερτερῶ, ἔν τινι ἢ τινὶ Δίων Κ. 37. 8, Φιλόστρ.· τὸ ὑπεραῖρον, ἡ ὑπερβολή, Πολύβ. 16. 12. 9. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερῆραν, ὑπερέβησαν. Πολύβιος (1. 25) ‘κάμψαντες δὲ τὸν Πάχυνον ὑπερῆραν εἰς Ἔκνομον’», ἴδε ἀνωτ. ΙΙ, 1.

English (Thayer)

present middle ὑπεραίρομαι; (ὑπέρ and αἴρω); to lift or raise up over something; middle to lift oneself up, be exalted, be haughty: R. V. to be exalted overmuch); ἐπί τινα, above one, τίνι, to carry oneself haughtily to, behave insolently toward one, Aeschylus and Plato down).

Greek Monolingual

ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ αἴρω / ἀείρω
1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο
2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι
υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι
νεοελλ.
μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ
μσν.-αρχ.
υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α. «ὑπεραίρειν τὸ μέγεθος τοῦ δένδρου», Θεόφρ.
β. «αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου», ΠΔ)
αρχ.
1. πηδώ, περνώ πάνω από κάτι («ἵπποι... εἰθισμένοι τάφρους διαπηδᾱν καὶ τειχία ὑπεραίρειν», Ξεν.)
2. παρακάμπτω, περνώ πέρα από κάποιο σημείο («κάμψαντες δὲ τὸν Πάχυνον ὑπερῆραν εἰς Ἔκνομον», Αρρ.)
3. στρ. περικυκλώνω με υπερφαλάγγιση, υπερφαλαγγίζω
4. φτάνω πέρα από κάποιο σημείο, υπερακοντίζω («οὐθ' ὑπεράρας, οὐδ' ὑποκάμψας καιρόν», Αισχύλ.)
5. υπερτερώ, υπερέχω σε κάτι («σὺ τοσοῦθ' ὑπερῆρας ῥῴμη καὶ τόλμῃ», Δημοσθ.)
6. είμαι περισσότερος ή μεγαλύτερος από άλλον («μήθ' ὑπεραίροντα τῶν εἰθισμένων ὄγκων μήτ' ἐλλείποντα», Πλάτ.)
7. καταβάλλω, νικώ («ὁ τῶν ἐναντίων ἡγεμὼν ὑπερῆρε τοὺς ἐπὶ τούτῳ ταχθέντας», Δημοσθ.)
8. ξεχειλίζω, πλημμυρίζω
9. μέσ. α) υψώνομαι πάνω από κάτι
β. εξεγείρομαι, ξεσηκώνομαι, επαναστατώ («ὁ ἀντικείμενος καὶ ὑπεραιρόμενος ἐπὶ πάντα λεγόμενον θεόν», ΚΔ)
10. (η μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) ὁ Ὑπεραίρων
ονομασία που δόθηκε στον μήνα Δεκέμβριο από τον Κόμμοδο
11. (το ουδ. μτχ. ενεστ.) τὸ ὑπεραῖρον
η υπερβολή
12. φρ. α) «ὑπεραίρω τὸ φθέγμα» — υψώνω πολύ τον τόνο της φωνής (Λουκιαν.)
β) «ὑπεραίρω τὸ πέλαγος» — περνώ, διαπλέω το πέλαγος (Πολ.)
γ) «ὑπεραίρω ὑπέρ τι» — εκτείνομαι πέρα από κάτι (Αρρ.)
δ) «ὑπεραίρειν ἔξω τὰ βλέφαρα» — προκαλώ διόγκωση τών βλεφάρων προς τα έξω.
-έω, Α
1. παίρνω επί πλέον
2. υπερβαίνω, ξεπερνώ («τῶν ὑπεραιρούντων τὸν ἀριθμὸν τῶν ἱερέων», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + αἱρῶ «λαμβάνω, παίρνω με τα χέρια»].

Greek Monotonic

ὑπεραίρω: μέλ. -ᾰρῶ,
I. υψώνω ή σηκώνω επάνω, σε Πλάτ. — Μέσ. ή Παθ., υψώνομαι, ανυψώνομαι, υπερηφανεύομαι, επαίρομαι, σε Καινή Διαθήκη
II. αμτβ.,
1. με αιτ., σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανηφορίζω ή υπερπηδώ, περνώ πάνω από, Λατ. transcendere, σε Ξεν.· ὑπεραίρω τὴν ἄκραν, παρακάμπτω το ακρωτήρι, στον ίδ.· ως στρατιωτικός όρος, υπερφαλλαγίζω, στον ίδ.
2. υπερβαίνω, ξεπερνώ, εξέχω, ξεχωρίζω, υπερτερώ, τινά τινι, από κάποιον σε κάτι, σε Δημ.
3. υπερακοντίζω, ξεπερνώ, υπερβαίνω, προχωρώ πιο πέρα, καιρόν, σε Αισχύλ.
III. πλημμυρίζω, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. -ᾰρῶ
I. to lift or raise up over, Plat.:— Mid. or Pass. to lift oneself above, to exalt oneself, be exalted, NTest.
II. intr.,
1. c. acc. to climb or get over, pass over, Lat. transcendere, Xen.; ὑπ. τὴν ἄκραν to double the cape, Xen.:—as military term, to outflank, Xen.
2. to transcend, excel, outdo, τινά τινι one in a thing, Dem.
3. to overshoot, go beyond, exceed, καιρόν Aesch.
III. to overflow, Dem.