ἐμπνευματόω: Difference between revisions

big3_14
(6_20)
(big3_14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπνευμᾰτόω''': πληρῶ τι ἀέρος, φυσῶ καὶ φουσκώνω τι, [[ἐκτείνω]] αὐτὸ δι’ ἐμφυσήσεως, Δίφιλ. παρ’ Ἀθην. 54D, Θεοφρ. π. Πυρ. 17: - Παθ., ὠθοῦμαι, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου ὡς [[πλοῖον]], Λουκ. Λεξιφ. 15.
|lstext='''ἐμπνευμᾰτόω''': πληρῶ τι ἀέρος, φυσῶ καὶ φουσκώνω τι, [[ἐκτείνω]] αὐτὸ δι’ ἐμφυσήσεως, Δίφιλ. παρ’ Ἀθην. 54D, Θεοφρ. π. Πυρ. 17: - Παθ., ὠθοῦμαι, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου ὡς [[πλοῖον]], Λουκ. Λεξιφ. 15.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[inflar]], [[llenar de aire]] en v. pas. ἔοικε τὰ ἡμέτερα σώματα ... ἀσκῷ ... ἐμπεπνευματωμένῳ nuestros cuerpos se parecen a un odre inflado</i> Anon.Lond.27.13.<br /><b class="num">2</b> [[llenar de espíritu]], [[infundir aliento]] divino ἐνπνευμάτωσον ... τῇ δυνάμει τοῦ αἰωνίου θεοῦ τὸ σῶμα <i>PMag</i>.13.278, cf. 4.966.<br /><b class="num">3</b> abs., medic. [[causar flatulencia]] τὰς δὲ ἑψομένας ἐμπνευματοῦν μὲν ἧττον de las castañas, Diph.Siph. en Ath.54d, ἡ Λιβυκὴ κάππαρις ... ἐμπνευματοῖ ἰσχυρῶς Dsc.2.173.3, μέλι ... ὠμὸν ἐμπνευματοῖ la miel cruda causa flatulencia</i> Sor.2.7.49, cf. Sch.Nic.<i>Al</i>.596a.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.-pas. [[llenarse de aire]], [[hincharse]] ἐμπεπνευματωμένου τοῦ ἀκατίου Luc.<i>Lex</i>.15<br /><b class="num">•</b>medic. [[llenarse de gases]] ἐμπνευματοῦσθαι πέφυκεν ὑστέρα μετὰ τοὺς τοκετούς Sor.3.7.2, cf. <i>Placit</i>.5.8.3<br /><b class="num">•</b>part. subst. οἱ ἐμπνευματούμενοι los que sufren de flatulencia</i> Gal.7.959, 16.833, tb. c. ac. rel. τὴν γαστέρα Gal.12.340, στομάχους Gal.14.301.
}}
}}