3,277,242
edits
(6_19) |
(22) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λατρευτής''': -οῦ, ὁ, = [[λατρεύς]], τοῦ θεοῦ Ἰουστ. Μ. πρὸς Τρύφωνα 64. | |lstext='''λατρευτής''': -οῦ, ὁ, = [[λατρεύς]], τοῦ θεοῦ Ἰουστ. Μ. πρὸς Τρύφωνα 64. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[λατρευτής]]) [[λατρεύω]]<br />αυτός που λατρεύει κάποιον ή [[κάτι]], ο αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που [[είναι]] στην [[υπηρεσία]] κάποιου, [[υπηρέτης]], [[δούλος]], [[θεράπων]]. | |||
}} | }} |