Anonymous

λατρευτής: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
(22)
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λατρευτής]]) [[λατρεύω]]<br />αυτός που λατρεύει κάποιον ή [[κάτι]], ο αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που [[είναι]] στην [[υπηρεσία]] κάποιου, [[υπηρέτης]], [[δούλος]], [[θεράπων]].
|mltxt=ο (AM [[λατρευτής]]) [[λατρεύω]]<br />αυτός που λατρεύει κάποιον ή [[κάτι]], ο αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που [[είναι]] στην [[υπηρεσία]] κάποιου, [[υπηρέτης]], [[δούλος]], [[θεράπων]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[λατρεύς]], Sp.
}}
}}