μυτίλος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
(6_14) |
(26) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυτίλος''': ὁ, (μῦς) θαλάσσιον [[ὄστρεον]], «μύδι», ληφθὲν ἐκ τοῦ Λατινικοῦ mytilus, ἴδε Ἀθήν. 85Ε. | |lstext='''μυτίλος''': ὁ, (μῦς) θαλάσσιον [[ὄστρεον]], «μύδι», ληφθὲν ἐκ τοῦ Λατινικοῦ mytilus, ἴδε Ἀθήν. 85Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[μυτίλος]])<br /><b>ζωολ.</b> [[είδος]] δίθυρου θαλάσσιου εδώδιμου μαλακίου, [[μυτίλος]] ο [[εδώδιμος]] ή [[μύαξ]], κν. [[μύδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>mytilus</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:01, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 223] ὁ, eine eßbare Muschel, das lat. mytilus, lat. Wort, bei Ath. III, 85 e μίτλος oder μύτλος, als römischer Name für τελλίνα.
Greek (Liddell-Scott)
μυτίλος: ὁ, (μῦς) θαλάσσιον ὄστρεον, «μύδι», ληφθὲν ἐκ τοῦ Λατινικοῦ mytilus, ἴδε Ἀθήν. 85Ε.
Greek Monolingual
ο (Α μυτίλος)
ζωολ. είδος δίθυρου θαλάσσιου εδώδιμου μαλακίου, μυτίλος ο εδώδιμος ή μύαξ, κν. μύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mytilus].