ἐγκαταταράσσω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκαταταράσσω''': [[καταταράσσω]] μεταξὺ ἄλλων, ἐγκατατεταραγμένην καὶ ἀνώμαλον Πλούτ. 2. 592Β.
|lstext='''ἐγκαταταράσσω''': [[καταταράσσω]] μεταξὺ ἄλλων, ἐγκατατεταραγμένην καὶ ἀνώμαλον Πλούτ. 2. 592Β.
}}
{{bailly
|btext=<i>pf. Pass. part. acc. fém</i>. ἐγκατατεταραγμένην;<br />jeter le trouble dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κατά]], [[ταράσσω]].
}}
}}