ἐγκαταταράσσω

English (LSJ)

throw into confusion, Plu.2.592a (Pass.).

German (Pape)

[Seite 706] darin, darunter verwirren; Plut. de gen. Socr. 22 p. 347.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. part. acc. fém. ἐγκατατεταραγμένην;
jeter le trouble dans.
Étymologie: ἐν, κατά, ταράσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαταταράσσω: приводить в смятение, расстраивать, делать беспорядочным (ἡ κίνησις ἐγκατατεταραγμένη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταταράσσω: καταταράσσω μεταξὺ ἄλλων, ἐγκατατεταραγμένην καὶ ἀνώμαλον Πλούτ. 2. 592Β.

Greek Monolingual

ἐγκαταταράσσω (Α)
καταταράσσω μέσα ή μεταξύ.