μυλοχαράκτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6_15) |
(26) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυλοχαράκτης''': ὁ, ὁ χαράττων τὰς μυλοπέτρας, Δουκάγγ. | |lstext='''μυλοχαράκτης''': ὁ, ὁ χαράττων τὰς μυλοπέτρας, Δουκάγγ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυλοχαράκτης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που χαράσσει, που πελεκά τις μυλόπετρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλος]] <span style="color: red;">+</span> [[χαράκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χαράσσω]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:57, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
μυλοχαράκτης: ὁ, ὁ χαράττων τὰς μυλοπέτρας, Δουκάγγ.
Greek Monolingual
μυλοχαράκτης, ὁ (Μ)
αυτός που χαράσσει, που πελεκά τις μυλόπετρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + χαράκτης (< χαράσσω)].