μυλοχαράκτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_15)
 
(26)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυλοχαράκτης''': ὁ, ὁ χαράττων τὰς μυλοπέτρας, Δουκάγγ.
|lstext='''μυλοχαράκτης''': ὁ, ὁ χαράττων τὰς μυλοπέτρας, Δουκάγγ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυλοχαράκτης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που χαράσσει, που πελεκά τις μυλόπετρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλος]] <span style="color: red;">+</span> [[χαράκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χαράσσω]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:57, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μυλοχαράκτης: ὁ, ὁ χαράττων τὰς μυλοπέτρας, Δουκάγγ.

Greek Monolingual

μυλοχαράκτης, ὁ (Μ)
αυτός που χαράσσει, που πελεκά τις μυλόπετρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + χαράκτης (< χαράσσω)].