μυλοχαράκτης
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
Greek (Liddell-Scott)
μυλοχαράκτης: ὁ, ὁ χαράττων τὰς μυλοπέτρας, Δουκάγγ.
Greek Monolingual
μυλοχαράκτης, ὁ (Μ)
αυτός που χαράσσει, που πελεκά τις μυλόπετρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + χαράκτης (< χαράσσω)].