ἀπερίοδος: Difference between revisions
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
(6_18) |
(big3_5) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπερίοδος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων περίοδον, ἀπερίοδον… λέξιν Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 126. | |lstext='''ἀπερίοδος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων περίοδον, ἀπερίοδον… λέξιν Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 126. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />gram. [[que no forma períodos]], [[no periódico]] λέξις D.H.<i>Comp</i>.113.4, ὁ ἑξῆς νοῦς [[ἀπερίοδος]] ἐν κώλοις τε καὶ κόμμασι λεγόμενος D.H.<i>Comp</i>.139.11. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
German (Pape)
[Seite 288] unperiodisch, λἐξις D. Hal. C. V. c. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίοδος: -ον, ὁ μὴ ἔχων περίοδον, ἀπερίοδον… λέξιν Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 126.
Spanish (DGE)
-ον
gram. que no forma períodos, no periódico λέξις D.H.Comp.113.4, ὁ ἑξῆς νοῦς ἀπερίοδος ἐν κώλοις τε καὶ κόμμασι λεγόμενος D.H.Comp.139.11.