κατεσπευσμένως: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεσπευσμένως''': Ἐπίρρ. [[μετὰ]] σπουδῆς, Διοσκ. Θηρ. παροιμ. ἐν τέλ. Πλούτ. 2. 522D.
|lstext='''κατεσπευσμένως''': Ἐπίρρ. [[μετὰ]] σπουδῆς, Διοσκ. Θηρ. παροιμ. ἐν τέλ. Πλούτ. 2. 522D.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en toute hâte.<br />'''Étymologie:''' dérivé du part. pf. Pass. de [[κατασπεύδω]].
}}
}}