κατεσπευσμένως
From LSJ
English (LSJ)
Adv., (κατασπεύδω) hastily, Dsc. Ther.Praef., Plu.2.522d.
German (Pape)
[Seite 1398] beschleunigt, eilig, von κατασπεύδω, Plut. de cur. 15 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
en toute hâte.
Étymologie: dérivé du part. pf. Pass. de κατασπεύδω.
Greek (Liddell-Scott)
κατεσπευσμένως: Ἐπίρρ. μετὰ σπουδῆς, Διοσκ. Θηρ. παροιμ. ἐν τέλ. Πλούτ. 2. 522D.
Russian (Dvoretsky)
κατεσπευσμένως: adv. поспешно, торопливо Plut.