θλάσπι: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
(6_21)
 
(17)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''θλάσπι''': τό, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 2. 186.
|lstext='''θλάσπι''': τό, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 2. 186.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[θλάσπι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] καππαρώδη, [[οικογένεια]] βρασσικίδες<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] βοτάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θλάσπις]].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

θλάσπι: τό, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 2. 186.

Greek Monolingual

το (Α θλάσπι)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη καππαρώδη, οικογένεια βρασσικίδες
αρχ.
είδος βοτάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θλάσπις.