θλάσπι
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
τό, Dsc. 2.156, Plin. HN 27.140: = θλάσπις (shepherd's purse, Capsella bursa-pastoris).
Greek (Liddell-Scott)
θλάσπι: τό, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 2. 186.
Greek Monolingual
το (Α θλάσπι)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη καππαρώδη, οικογένεια βρασσικίδες
αρχ.
είδος βοτάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θλάσπις.
German (Pape)
τό, = θλάσπις.