κολώνεια: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_11)
 
m (Text replacement - "˙" to "·")
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολώνεια''': ἡ, τὸ Λατ. colonia, ἡ πρωτεύουσα [[πόλις]], Ρωμαϊκὴ [[ἀποικία]], (ἀποικιακὴ [[πόλις]]), Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2811b, 3497, Εὐστ. 449, 49˙ «[[ὄνομα]] τόπου» Σουΐδ. ἐν λέξ.
|lstext='''κολώνεια''': ἡ, τὸ Λατ. colonia, ἡ πρωτεύουσα [[πόλις]], Ρωμαϊκὴ [[ἀποικία]], (ἀποικιακὴ [[πόλις]]), Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2811b, 3497, Εὐστ. 449, 49· «[[ὄνομα]] τόπου» Σουΐδ. ἐν λέξ.
}}
}}

Latest revision as of 19:33, 6 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

κολώνεια: ἡ, τὸ Λατ. colonia, ἡ πρωτεύουσα πόλις, Ρωμαϊκὴ ἀποικία, (ἀποικιακὴ πόλις), Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2811b, 3497, Εὐστ. 449, 49· «ὄνομα τόπου» Σουΐδ. ἐν λέξ.