κολώνεια

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek (Liddell-Scott)

κολώνεια: ἡ, τὸ Λατ. colonia, ἡ πρωτεύουσα πόλις, Ρωμαϊκὴ ἀποικία, (ἀποικιακὴ πόλις), Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2811b, 3497, Εὐστ. 449, 49· «ὄνομα τόπου» Σουΐδ. ἐν λέξ.