3,274,216
edits
(6_10) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σακτός''': -ή, -όν, ([[σάττω]]) [[γεμιστός]], παραγεμισμένος, Ἀντιφ. ἐν «Κύκλ.» 1. 3. ΙΙ. διελθὼν διὰ τοῦ ἠθμοῦ, στραγγισμένος (πρβλ. [[σακεύω]]). Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 107. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σακτός]]· ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ [[πολυχρόνιος]] καὶ ἤδη ἀποκείμενος. καὶ χιτῶνος [[εἶδος]]· καὶ [[θύλακος]]» | |lstext='''σακτός''': -ή, -όν, ([[σάττω]]) [[γεμιστός]], παραγεμισμένος, Ἀντιφ. ἐν «Κύκλ.» 1. 3. ΙΙ. διελθὼν διὰ τοῦ ἠθμοῦ, στραγγισμένος (πρβλ. [[σακεύω]]). Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 107. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σακτός]]· ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ [[πολυχρόνιος]] καὶ ἤδη ἀποκείμενος. καὶ χιτῶνος [[εἶδος]]· καὶ [[θύλακος]]» | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> παραγεμισμένος<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ [[πολυχρόνιος]] καὶ ἤδη ἀποκείμενος» <br />β) «χιτῶνος [[εἶδος]]» <br />γ) «[[θύλακος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάττω]] «[[γεμίζω]], [[στοιβάζω]]» (για το θ. <i>σακ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σάττω]])].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Α<br />αυτός που έχει στραγγιστεί, στραγγισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάκ</i>(<i>κ</i>)<i>ος</i>. Ο τ. έχει σχηματιστεί με την κατάλ. τών ρηματικών επιθ., πιθ. [[κατά]] παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[σακτός]] (Ι) του ρ. [[σάττω]] (για ανάλογη παρετυμολογική [[σύνδεση]] τών λ. [[σάκκος]] και [[σάττω]] <b>βλ.</b> και λ. [[σάκτας]])]. | |||
}} | }} |