σκυδμαίνω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκυδμαίνω''': [[σκύζομαι]], μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Ἰλ. Ω. 592.-- Καθ’ Ἡσύχ.: «σκυθρωπάζειν, νεμεσᾶν, ὀργίζεσθαι».
|lstext='''σκυδμαίνω''': [[σκύζομαι]], μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Ἰλ. Ω. 592.-- Καθ’ Ἡσύχ.: «σκυθρωπάζειν, νεμεσᾶν, ὀργίζεσθαι».
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. inf. prés. épq.</i> σκυδμαινέμεν;<br />s’irriter, être irrité contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σκύζομαι]], [[μαίνω]].
}}
}}