σκυδμαίνω

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυδμαίνω Medium diacritics: σκυδμαίνω Low diacritics: σκυδμαίνω Capitals: ΣΚΥΔΜΑΙΝΩ
Transliteration A: skydmaínō Transliteration B: skydmainō Transliteration C: skydmaino Beta Code: skudmai/nw

English (LSJ)

= σκύζομαι, μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Il.24.592.

German (Pape)

[Seite 906] = σκύζομαι, Einem zürnen, τινί, μή μοι – σκυδμαινέμεν, Il. 24, 592.

French (Bailly abrégé)

seul. inf. prés. épq. σκυδμαινέμεν;
s'irriter, être irrité contre, τινι.
Étymologie: σκύζομαι, μαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυδμαίνω [~ σκύζομαι] boos zijn op, mopperen op, met dat.

Russian (Dvoretsky)

σκυδμαίνω: (только эп. inf. σκυδμαινέμεν) гневаться, сердиться (τινί Hom.).

English (Autenrieth)

inf. -έμεν = σκύζομαι, Il. 24.592†.

Greek Monolingual

Α
οργίζομαι εναντίον κάποιου, σκύζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σκύζομαι (< σκυδ-jομαι), κατ' αναλογία προς τα ερίζω: εριδμαίνω (πρβλ. και το ανθρωπωνύμιο Σκύδ-ρος)].

Greek Monotonic

σκυδμαίνω: μόνο στον ενεστ., είμαι θυμωμένος, οργίζομαι, τινί, με κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. (Επικ. απαρ. σκυδμαινέμεν).

Greek (Liddell-Scott)

σκυδμαίνω: σκύζομαι, μή μοι, Πάτροκλε, σκυδμαινέμεν Ἰλ. Ω. 592.-- Καθ’ Ἡσύχ.: «σκυθρωπάζειν, νεμεσᾶν, ὀργίζεσθαι».

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to rage, to grumble; with as backformation σκύδμαινος σκυθρωπός H. (Σ 592).
Compounds: ἀπο- σκυδμαίνω (Σ 65).
Derivatives: Besides σκύζομαι, also w. ἐπι-, (Hom.), aor. opt. ἐπισκύσσαιτο (η 306), ind. ἐπισκύσαι (EM) id.; act. σκύζουσιν ἡσυχῆ ὑποφθέγγονται, ὥσπερ κύνες H.; σκυζάω id. (Poll.). Also PN Σκύδρος (Delos IVa)?; cf. Bechtel Hist. Personennamen 501. -- With θρο- or ρο-suffix σκυθρός grumpy, murky, gloomy (Men., Arat.) with σκυθράζω to be grumpy, be murky (E. El. 830), -ίων m. PN (Tanagra IVa); on σκύθραξ μεῖραξ, ἔφηβος H. s. σκυρθάλιος. Mostly in σκυθρ-ωπός with a gloomy look (Hp., Att.; cf. Sommer Nominalkomp. 7 a. 9) with -ωπότης f. (Hp.), -ωπάζω to look gloomy etc., -ωπασμός f. (Plu.). As in ἐριδμαίνω beside ἐρίζω σκυδμαίνω beside σκύζομαι has its -μ- from πημαίνω, θερμαίνω etc. Thus beside σκυδ-: σκυζ- may have been built after ἐριδ-: ἐριζ-. In this way there is for σκυθρός no basis for a basic *σκυδ-θρος (from where *σκυσ-θρός and with dissim. σκυθρός; Schwyzer KZ 37, 149f.).
Origin: IE [Indo-European] [955] *skudʰ- grumble
Etymology: Without certain etymology. After tradit. interpretation since Bezzenberger-Fick BB 6, 240 to Lith. (pra-)skundù, -skudaũ, -skùsti become nervous, tired, begin to feel pain, Latv. skundêt grumble, commiserate (oneself), blame, gradge etc. (WP. 2, 554, Pok. 955). The Lith. accent points to dʰ (wrong Pok.).

Middle Liddell

only in pres.]
to be angry, τινί with one, Il.

Frisk Etymology German

σκυδμαίνω: (Σ 592),
{skudmaínō}
Grammar: v.
Meaning: zürnen, grollen; dazu als Rückbildung σκύδμαινος· σκυθρωπός H.
Composita: ἀπο- ~ (Σ 65)
Derivative: Daneben σκύζομαι, auch m. ἐπι-, (Hom.), Aor. Opt. ἐπισκύσσαιτο (η 306), Ind. ἐπισκύσαι (EM) ib.; Akt. σκύζουσιν· ἡσυχῆ ὑποφθέγγονται, ὥσπερ κύνες H.; σκυζάω ib. (Poll.). Auch PN Σκύδρος (Delos IVa)?; vgl. Bechtel Hist. Personennamen 501. — Mit θρο-od. ρο-Suffix σκυθρός mürrisch, düster, finster (Men., Arat.) mit σκυθράζω mürrisch, düster sein (E. El. 830), -ίων m. PN (Tanagra IVa); zu σκύθραξ· μεῖραξ, ἔφηβος H. s. σκυρθάλιος. Meist in σκυθρωπός mit finsterem Anblick (Hp., att.; vgl. Sommer Nominalkomp. 7 u. 9) mit -ωπότης f. (Hp.), -ωπάζω ‘finster usw. aussehen’, -ωπασμός f. (Plu.). Wie in ἐριδμαίνω neben ἐρίζω stammt in σκυδμαίνω neben σκύζομαι -μ- von πημαίνω, θερμαίνω usw. Ebenso kann σκυδ-: σκυζ- nach ἐριδ-: ἐριζ- gebildet sein. Damit wird für σκυθρός einer Grundform *σκυδθρος (woraus *σκυσθρός und mit Dissim. σκυθρός; Schwyzer KZ 37, 149f.) der Boden entzogen.
Etymology: Ohne sichere Etymologie. Nach herkömmlicher Auffassung seit Bezzenberger-Fick BB 6, 240 zu lit. (pra-) skundù, -skudaũ, -skùsti nervös, müde werden, zu schmerzen anfangen, lett. skundêt ‘murren, (sich be)klagen, tadeln, mißgönnen’ u. a. m. (WP. 2, 554, Pok. 955).
Page 2,740-741