σπιλωτός: Difference between revisions

38
(6_10)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπῐλωτός''': -ή, -όν, ([[σπιλόω]]) κεκηλιδωμένος, «λερωμένος», Γλωσσ.
|lstext='''σπῐλωτός''': -ή, -όν, ([[σπιλόω]]) κεκηλιδωμένος, «λερωμένος», Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σπιλωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σπιλῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />αυτός που έχει κηλίδες, στίγματα.
}}
}}